Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

ΜΠΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ…

 

    ΜΠΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ…



ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΠΟΛΙΤΗ

ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Θα πιω κανένα ντούζικο και θα χορεύω
και θα χτυπάς τα κουταλάκια στον ζεϊμπέκικο
σαν θα δακρύζω απ’ της χλιδής το μπανιστήρι
των γλαστρανθρώπων της μικρής μας κόλασης

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
Τις μέρες του αυτόκτονος καιρού
Στους δρόμους του Ταύρου περπάτησα
Μουγκρητό και πόνο άκουσα
Ο ήλιος άρρωστος και μόνος
στενάζει που δεν μπόρεσε να μπει
απ’ τα παράθυρα που με κάγκελα σφράγισαν
οι εκμεταλλευτές της μοναξιάς
και της ανθρώπινης συνήθειας.

ΣΤΟ ΜΕΘΥΣΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Να ’τανε κόκκινο κρασί
να ’ταν ροζέ ή άσπρο
τη νύχτα που λαχάνιαζες
κι ίδρωνε το κορμί σου.
Μα τα κατάξανθα μαλλιά
μπροστά στο μαύρο φόντο
της κουρελούς μπερδεύτηκαν.
Τότες η κούπα το κρασί
έγειρε και εχύθη
κι από την κούπα το κρασί
εφάνη ο άσπρος πάτος.
Την κουρελού ζωγράφισε
με του κρασού το χρώμα
δίχως να μάθω τελικά
ποιο χρώμα σου ταιριάζει

ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ
Μαύροι κύκλοι
τεχνητά σκοτάδια στο βινύλιο.
Πρόστυχοι στίχοι
χαραγμένοι κάτω απ’ την κοιλιά σου.
Χαραγμένα αυλάκια, ρόδες ποδηλάτου
Ροδοπέταλό μου!
Ξεχασμένο γάντι στο συρτάρι μου…

ΓΕΝΕΘΛΙΑ
Σήμερα ξεσκέπασα το πρόσωπό μου
απ’ το λευκό σεντόνι που το σκέπαζε.
Κι αυτό που φάνηκε, δεν έλαμψε.
Στο φως σκοτείνιασαν τα δάκρυα.
Τη σκέψη πάγωσε η θλίψη.
Κι έμειναν άφωνοι και λύγισαν
και οι δώδεκα μαθητές μου.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΟΙ ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ

                               ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΟΙ ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ


Πηδά η φωτιά κι οι σούβλες έτοιμες
κι αυτός ολόρθος στέκει
Πεθαίνει αρνούμενος το θάνατο
και Λευτεριά φωνάζει
Λευτεριά για σένα χάνομαι
μα θα 'ρθουν πίσω μου άλλοι
Στρατοί οι γιοι μου και τ' αγγόνια μου
και θα σε λευτερώσουν

Μην κλαις κυρά κι εγώ θ' αναστηθώ
και θα σ' αρπάξω πάλε
Θα σπω τις αλυσίδες της σκλαβιάς
θα καταλύω τα κάστρα

Λίγοι είμαστε κι αλίμονο στη γης
αν ξοφληθεί η γενιά μας
Στρατοί οι γιοι μου και τ' αγγόνια μου
και θα σε λευτερώσουν

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
1 Πιστεύω σ' ένα Θεό, Ακρίτα, Διγενή, στρατευόμενο πάσχοντα μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο, πολεμιστή στ' ακρότατα σύνορα, στρατηγό αυτοκράτορα σε όλες τις φωτεινές δυνάμεις, τις ορατές και τις αόρατες.

2 Και ποια είναι η πιο αψηλή εντολή; Ν’ αρνηθείς όλες τις παρηγόριες - θεούς, 
πατρίδες, ηθικές, αλήθειες - ν’ απομείνεις μόνος και ν’ αρχίσεις να πλάθεις εσύ, 
με μοναχά τη δύναμή σου, έναν κόσμο που να μην ντροπιάζει την καρδιά σου...
Ποια ’ναι η πιο αντρίκια χαρά; Ν’ αναλαβαίνεις την πάσα ευθύνη.

3 Δεν πρέπει ποτέ να έχεις μια αντίληψη για τη ζωή που να σου επιτρέπει ελπίδες 
και ανταμοιβές. Είσαι ελεύθερος άνθρωπος, όχι μισθοφόρος. Να παλεύεις χωρίς 
να καταδέχεσαι να ζητάς ανταμοιβή, αυτό είναι πραγματική ελευθερία.

4 Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! 
Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!

5 Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα. 
Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται όλες οι δυνάμες του Σύμπαντου.

6 Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη Γη. 
Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω.

7 Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.

8 Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί 
να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κίντυνου τον κόσμον όλο!

9 Η καρδιά σμίγει ό,τι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης 
και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη.

10 Δε φοβάμαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι ελεύθερος.


Ο Νίκος Καζαντζάκης, Έλληνας μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1883 και πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1957. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγινε ακόμα γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» και «Ο Τελευταίος Πειρασμός».
Η Κρήτη βρισκόταν σε συναγερμό για την κηδεία του μεγάλου τέκνου της. Είχαν φθάσει απ’ όλα τα μέρη της Μεγαλονήσου αντιπροσωπείες: μαθητές Γυμνασίων, αγρότες, εργάτες, άνθρωποι από κάθε τάξη. Χιλιάδες λαού και μαθητές κρατώντας βιβλία του νεκρού τον συνόδεψαν μέχρι την ιστορική τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα ενετικά τείχη, όπου είχε ανοιχτεί ο τάφος του. Τότε συνέβη το εξής συγκλονιστικό: Ένας ηλικιωμένος, μα εύρωστος και μεγαλόσωμος άντρας με μουστάκες, ο καπετάν Μανούσακας ο Κρητίκαρος, άρπαξε την τσάπα και παραμέρισε τα χώματα.
Αμέσως ύστερα αγκάλιασε το νεκρό, τον σήκωσε, λέγοντας: «Τουτουσές τσ’ ανθρώπους δεν τους θάβουνε νεκροθάφτες» και κατεβάζοντάς τον μόνος του στον τάφο, τον τακτοποίησε στην τελευταία του κλίνη. Πάνω από το νεκρό τότε, οι γυμνασιόπαιδες έριξαν χώμα που είχαν φέρει μαζί τους απ’ όλες τις επαρχίες της Κρήτης. Στον τάφο του στήθηκε ένας πανύψηλος, λιγνός και σκοτεινός σταυρός, ορατός από μεγάλη απόσταση. Πάνω στην πλάκα του τάφου του χαράχτηκε το περίφημο καζαντζακικό απόφθεγμα: «Δε φοβάμαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι ελεύθερος».

Μνημόνια, επιμηκύνσεις, συμπράξεις, εκταμίευση της πέμπτης δόσης, αβεβαιότητα και αδιέξοδο.
Οι Έλληνες όμως δείχνουν πως ξαναβρίσκουν το ρυθμό τους. Η νεολαία δείχνει πως βρίσκει το ρυθμό της. «Ένα θεριό που δεν ξέρει πως είναι θεριό είναι η νιότη», «Ποιος μπορεί να τα βάλει με το σεισμό, με τη φωτιά, με τα νιάτα;» έλεγε ο Νίκος Καζαντζάκης. Οι συγκεντρώσεις στην πρωτεύουσα αλλά και στις άλλες πόλεις δείχνουν πως κάτι ενωτικό ξεκινάει. «Λαός ενωμένος ποτέ νικημένος» έλεγε το παλιό αλλά πάντα επίκαιρο σύνθημα.
Τέτοιες στιγμές χρειάζονται τα παραδείγματα των μεγάλων ανδρών που ανύψωσαν
με το έργο τους το ηθικό, το κύρος, την πίστη και την αξιοπρέπεια των Ελλήνων.
Ένας τέτοιος ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης.

-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’ μου μιαν προσταγή.
-Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου...
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’ μου μιαν πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
-Φτάσε όπου ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ παιδί μου !...


Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΕΝΑ ΤΟΠΙΟ



      ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΕΝΑ ΤΟΠΙΟ


Μωρή κοντούλα λεμονιά,
Με τα πολλά λεμόνια, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.
Πότε μικρή, μεγάλωσες;
Κι έγινες για στεφάνι, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.

Χαμήλωσε, τους κλώνους σου,
να κόψω ένα λεμόνι, Βησσανιώτισσα,
Σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.

Για να το στύψω να το πιω,
να μου διαβούν οι πόνοι, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Μια εικόνα. Ένα τοπίο που, όσος καιρός κι αν πέρασε, λειτουργεί μέσα μου μουσικά. Έχει ρυθμό, αναπτύσσεται στο χρόνο... Ψάχνοντας τότε, το '69, για το χωριό της "Αναπαράστασης", βρέθηκα σ' ένα χωριό ψηλά στα Ζαγόρια.
Νοέμβρης μήνας με ψιλόβροχο. Μαύριζε η γκρίζα πέτρα από νερό.
Πένθιμες γυναικείες φιγούρες χάνονταν στα ερείπια. Μια γέρικη φωνή τραγουδούσε στο έρημο καφενείο: "Μωρή κοντούλα λεμονιά...".
Στάθηκα εκεί στην άκρη. Η φωνή ράγισε κι έσπασε έπειτα από λίγο.
Έμεινε το τοπίο με τη βροχή. Έμεινα κι εγώ. Αυτό θα 'παιρνα μαζί μου».
∆εν ξέχασα τίποτα


Περπατούσε στις γραμμές του τρένου με ένα δισάκι στους ώμους, αυτή ήταν όλη του η περιουσία. Και πολλές μνήμες, που τις ένιωθε σαν σιδερογροθιά στο στομάχι.
Το μελαγχολικό βλέμμα της Ηλέκτρας Αποστόλου, το χαμόγελο του Νίκου Μπελογιάννη την ώρα της εκτέλεσης, τον ήχο της θάλασσας, την μυρωδιά των ανθών της λεμονιάς.
Οι συνταξιούχοι κομμουνιστές και τα επαγγελματικά στελέχη είχαν επηρεαστεί από τα καινούργια οικονομικά μέτρα. Οι περικοπές τούς είχαν κοστίσει.
Οι μπάτσοι κοπανιόντουσαν μεταξύ τους. Οι δάσκαλοι λιποθυμούσαν στις τάξεις από τη στέρηση και οι φασίστες αυξάνονταν……»


Όλα είναι στη θέση τους, τακτοποιημένα κατά σειρά,
περιμένοντας το χέρι να διαλέξει·
µόνο δεν μπόρεσα να βρω τα παιδικά χρόνια,
µήτε τον τόπο όπου γεννήθηκε ο ήρωας του δράματος.
Όλα τ’ άλλα, να τα:
οι προσωπίδες για τα τρία κύρια συναισθήματα,
τα παραπετάσματα, τα φώτα,
τα σκοτωμένα παιδιά της Μήδειας,
το φαρμάκι και το μαχαίρι.
Τα λόγια, τα θυμάσαι, που αρχίζουν:
Αρκείτω βίος! Ιώ! Iώ!
Αυτός είναι ο διακόπτης των μικροφώνων.
Θα σ’ ακούσουν ως τα πέρατα του κόσμου.
Eµπρός, προβολέα! Καλή τύχη!


Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο,
που θα’ πεφτε μπροστά του να τελειώνει. Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε, που ήταν ένα αιώνιο παιδί. Τότε, μ᾿ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντας του το χέρι, για να κρατηθούν, πιο στέρεα, πάνω απ᾿ τ᾿ όνειρο.
……Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δύο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες,……ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.


Βρέθηκε νεκρός 50 μέτρα παρακάτω, στα ανατολικά βρίσκεται (ξεχασμένος από τους πάντες) ο τάφος του Θεμιστοκλή.
"Ξέρεις κάτι... H Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Και πεθαίνει... Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα να πεθάνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ, και κάνει πολύ θόρυβο. Μωρή φύση μόνη σου είσαι, μόνος μου είμαι και εγώ. Πάρε ένα μπισκότο

Κάποτε συλλογίζομαι πως όλα τούτα εδώ που γράφω
δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα τους
φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι.


Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών.
Καιρός να ετοιμάσεις τις τρεις βαλίτσες —
τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ' ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις.
Εγώ, τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη,
θα ξανακοιτάξω τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα 'ναι το τελευταίο


«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά
Κι έπειτα δεν μου ανήκει
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι"
Εγώ δε...ν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε
Ότι δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία».


Χρησιμοποίησα αποσπασματα ποιημάτων των Τάσου Λειβαδίτη, Γιώργου Σεφέρη,
Γιάννη Ρίτσου και Θόδωρου Αγγελοπούλου.
Κείμενα Μισέλ Φάις, Κώστα Ταχτσή, Θόδωρου Αγγελόπουλου

Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

4η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

                                          4η  ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


Αυτός ήτανε νόμισμα
κι εσύ ήσουν σκουλήκι.
Αυτός ήτανε βασιλιάς
κι εσύ ήσουν το πιόνι.
Αυτός φορούσε τη στολή
και συ έβαζες καπέλο,
μπας και ψηλώσεις…

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Με πρόσχημα το πολυμεταχειρισμένο και διάτρητο πολιτικά, επιχείρημα του «κομμουνιστικού κινδύνου» – o Mεταξάς με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά και την παρότρυνση του ξένου (βρετανικού τότε…) παράγοντα, κηρύσσει στις 4 Αυγούστου 1936 τη δικτατορία, δημοσιεύοντας αιφνιδιαστικά περί αναστολής των σχετικών με τις ατομικές ελευθερίες άρθρων του Συντάγματος. 
Τα κόμματα, και ιδιαίτερα το ΚΚΕ, κηρύσσονται εκτός νόμου.
Εκείνη την εφιαλτική νύχτα πιάστηκαν ο Δημήτρης Γληνός, βουλευτής του «Λαϊκού Μετώπου» 
και κορυφαίος στοχαστής του τόπου, ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Αλέξανδρος Σβώλος, 
ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος, διαπρεπής πολιτικός του Τύπου, ο Κώστας Γαβριηλίδης, ηγέτης της Αγροτικής Αριστεράς, ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, βουλευτής τότε των Φιλελευθέρων, o διανοούμενος Νίκος Καρβούνης, καθώς και άλλοι βουλευτές.Είκοσι μέρες αργότερα πιάστηκε στην παρανομία και 
ο ηγέτης του Κ.Κ.Ε Νίκος Ζαχαριάδης. Χίλιοι περίπου πολίτες, στελέχη και μέλη του ΚΚΕ, πιάστηκαν και εκτοπίστηκαν στα στρατόπεδα της δικτατορίας στα νησιά του Αιγαίου, ενώ 350 θεωρούμενοι σαν «άκρως επικίνδυνοι» κλείστηκαν στο φοβερό στρατόπεδο της Ακροναυπλίας. 
Τα βασανιστήρια, μεταξύ των οποίων υπήρχαν τα αποκλειστικά εφευρήματα της δικτατορίας, όπως 
το βασανιστήριο να κάθεται ο ανακρινόμενος με γυμνά τα οπίσθιά του σε κολόνες πάγου, ή να ποτίζεται βιαίως με ρετσινόλαδο, ήταν στην ημερήσια διάταξη για την απόσπαση πληροφοριών ή «δηλώσεων μετανοίας».Παράλληλα, άρχισε έντονος διωγμός των ιδεών.
Ο Μεταξάς μιμούμενος τον Χίτλερ, οργάνωσε τη δημόσια καύση των προοδευτικών βιβλίων στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου και τους στύλους του Ολυμπίου Διός.
Οι κανιβαλικές αυτές πυρές, σε συνδυασμό με την άγρυπνη λογοκρισία του Τύπου, έδωσαν καθαρά 
το φασιστικό στίγμα του καθεστώτος.
Τον Σεπτέμβριο του 1936, προκειμένου η δικτατορία να επεκτείνει το διωγμό όχι μόνο στη δράση, αλλά και στο στοχασμό, δημοσίευσε τον φασιστικής – ναζιστικής έμπνευσης νόμο της περί διώξεως του κομμουνισμού.

Το άρθρο 1ο αφορούσε στο διωγμό των ιδεών:

 Άρθρον 1ον. Τιμωρείται διά φυλακίσεως τριών τουλάχιστον μηνών και εκτόπισιν εξ μηνών μέχρι δύο ετών εις τόπον οριζόμενον διά της καταδικαστικής αποφάσεως: άπας όστις εγγράφως, προφορικώς ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον αμέσως ή εμμέσως επιδιώκει την διάδοσιν, ανάπτυξιν και εφαρμογήν θεωριών, ιδεών ή κοινωνικών συστημάτων τεινόντων εις την ανατροπήν του κρατούντος εν τη χώρα κοινωνικού καθεστώτος ή εις την απόσπασιν ή αυτονόμησιν μέρους της Επικρατείας, ως και ο προσηλυτίζων εις τας θεωρίας, ιδέας και τα συστήματα ταύτα καθ’ οιονδήποτε τρόπον Ο νόμος του Μεταξά (ανάλογος με τον επίσης ψηφισθέντα από τη δικτατορία νόμο 375 περί κατασκοπείας, ο οποίος εφαρμόστηκε στον εμφύλιο πόλεμο εναντίον της Αριστεράς) ήταν η εκ των υστέρων νομιμοποίηση των εγκλημάτων εναντίον των ιδεών που εξαπέλυσε η 4η Αυγούστου.




Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΝΟΤΙΕ!

          '

      ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΝΟΤΙΕ!



ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

Το νεκροπούλι μετρούσε τους νεκρούς.
Η άνοιξη είχε έρθει γιατί τα χελιδόνια φάνηκαν στο πίσω μπαλκόνι.
Οι γέροι στα γηροκομεία και στα νοσοκομεία δεν προσμετρούνται στους νεκρούς
γιατί δεν είχαν κάνει το τεστ.
Μόνο ο κομμουνισμός θα μας έσωνε από τον κορονοϊό.
Ο πατερούλης θα έκλεινε τις εκκλησίες.
Απ’ τους κομμουνιστές ποιος θα μας έσωνε;
Ψάχνω να βρω τη μάσκα του Ζορό. Ποιος μου την πήρε;
Ένα ξεβράκωτο καθεστώς καλύπτεται από τα εξαγορασμένα ΜΜΕ και από τα αυταρχικά μέτρα για να μη φανεί ο κώλος του.
Πώς μπορείς έναν υγιή να τον κάνεις να συμπεριφέρεται σαν άρρωστος;
Είναι απλό. ΦΥΛΑΚΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ.
Κι εκείνοι οι γιαλατζί κομμουνιστές…
Θεέ μου ’σχώρα με…


Ένα μονοπάτι ηλιόλουστο τραβάει μέσα απ’ τις μουριές
είμαι στο παράθυρο του νοσοκομείου
Δε νιώθω τη μυρουδιά των γιατρικών
Κάπου πρέπει ν’ ανθίζουν τα γαρούφαλα
Δε νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών

Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος
Το να μην παραδίνεσαι. Aυτό είναι

Μια γενιά δύναμης, ήθους και αντίστασης. Χθες έφυγε…
Κομμουνιστής, ταξιδιώτης, ποιητής. Από τη Χιλή στην Αργεντινή, στην Ουρουγουάη,
στο Περού, στο Εκουαδόρ, στην Κολομβία, στη Βραζιλία, με τους ινδιάνους Σουάρ
στον Αμαζόνιο, αντάρτης στη Νικαράγουα, δημοσιογράφος στη Αγκόλα, στο Ελ Σαλβαδόρ,
στη Μοζαμβίκη, στην Παραγουάη, στο Παρίσι, στο Αμβούργο, στη Μαδρίτη.

Σαρακηνοί και Βενετσάνοι
πιάνουν και δένουν στο κατάρτι
ελόγου μου τον καπετάν Γιάννη
το παλληκάρι τον αντάρτη

τον άντρακλα τον πελαγίσιο

Καλό ταξίδι Νότιε!

Γράφω γιατί πιστεύω στη μάχιμη δύναμη των λέξεων»

Ο Ζορμπάς έφτασε μ' ένα σάλτο στο προστατευτικό κιγκλίδωμα του καμπαναριού.
Από κάτω, τ' αυτοκίνητα έμοιαζαν σαν έντομα με μάτια αστραφτερά.
Ο άνθρωπος κρατούσε το γλάρο στην αγκαλιά του.
«Όχι! φοβάμαι! Ζορμπά! Ζορμπά!» έκρωζε η Καλότυχη, τσιμπώντας τα χέρια του ανθρώπου.
«Περίμενε» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Ασ' την πάνω στο κάγκελο».
«Δεν είχα στο νου μου να την πετάξω» είπε ο άνθρωπος.
«Θα πετάξεις, Καλότυχη» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
«Πάρε μια βαθιά εισπνοή. Μύρισε τη βροχή. Η βροχή είναι νερό.
Στη ζωή σου θα συναντήσεις πολλούς λόγους για να είσαι ευτυχισμένη –
ένας από αυτούς λέγεται νερό, ένας άλλος, άνεμος, κι ένας άλλος, ήλιος, κι αυτός
ο ήλιος εμφανίζεται πάντα σαν αντιστάθμισμα μετά τη βροχή.
Μύρισε τη βροχή. Άνοιξε τα φτερά».
Η γλαροπούλα άπλωσε τις φτερούγες της. Οι προβολείς την έλουζαν στο φως,κι η βροχή
τής έλουζε με πέρλες τα φτερά.
Ο άνθρωπος κι ο γάτος την είδαν να υψώνει το κεφάλι με τα μάτια κλειστά.
«Η βροχή! Το νερό!» έκρωξε. «Μ' αρέσει!»
«Τώρα θα πετάξεις» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
«Σ' αγαπώ. Είσαι ένας θαυμάσιος γάτος» έκρωξε η Καλότυχη, πλησιάζοντας την άκρη του κάγκελου.
«Τώρα θα πετάξεις» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Όλος ο ουρανός θα ’ναι δικός σου».
«Δε θα σε ξεχάσω ποτέ....»
«Πέτα!» νιαούρισε ο Ζορμπάς
«Πετάω, Ζορμπά! Μπορώ και πετάω!» έκρωξε τρισευτυχισμένη από την απεραντοσύνη του γκρίζου ουρανού.
Ο άνθρωπος χάιδεψε το σβέρκο του γάτου.
«Εντάξει, γάτε. Τα καταφέραμε» είπε αναστενάζοντας.
«Ναι» νιαούρισε ο Ζορμπάς. « Στο χείλος του γκρεμού κατάλαβα το πιο σημαντικό».
«Α, ναι; Και τι είναι πιο σημαντικό;» ρώτησε ο άνθρωπος.
«Πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

Καμιά φορά, σε κάποια αυλή, έτρεχαν πίσω από ένα τόπι, τάχα σπουδαίοι μπαλαδόροι, κι όταν έβαζαν γκολ το υπέγραφαν φωνάζοντας τ’ όνομά τους, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ’ το να ζεις στην ανωνυμία.
Αυτοί που μας λείπουν, μαγείρευαν τα σαββατοκύριακα, οδηγούσαν λεωφορείο, σπούδαζαν κοινωνιολογία, νομικά ή γεωπονία, έγραφαν μυθιστορήματα, ήταν ηθοποιοί, ποιητές ή πυγμάχοι, ήταν γιατροί σε κάτι άθλιες κλινικές, μάθαιναν ένα ένα τα πάρκα της πόλης, μέσα στα οποία αντάλλασσαν ρούχα, δίσκους, βιβλία και εμπιστοσύνη.

Όταν τους έπιασαν, όταν άρχισαν να μας λείπουν, οι μάρτυρες που δεν είχαν δει τίποτα, ψιθύρισαν: «Κάτι θα ’χουν κάνει για να τους πιάσουν έτσι», κι είχαν δίκιο, γιατί δεν έκαναν απλώς κάτι αλλά πολλά: ονειρεύτηκαν πως μπορεί να ζήσει κανείς όρθιος, ονειρεύτηκαν πως η μοίρα του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι πάντα κάτεργο, ονειρεύτηκαν πως μπορεί να γίνουν ευτυχισμένοι
όλοι οι άνθρωποι, ονειρεύτηκαν να θεσπίσουν έναν δίκαιο νόμο, μπροστά στον οποίο είμαστε όλοι ίσοι. Και τόλμησαν να θελήσουν να πραγματώσουν τα όνειρά τους, γιατί αυτοί που μας λείπουν, χωρίς τυμπανοκρουσίες ή ματαιοδοξίες, άγγιξαν την υπέρτατη διάσταση στην οποία μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, και γι’ αυτό ακριβώς μας λείπουν: γιατί ήταν επαναστάτες.
Ανδρώθηκαν τη χειρότερη εποχή κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την κάνουν να είναι
η καλύτερη.
Ανακάλυψαν ότι η Ιστορία ήταν μία απάτη, κι έγιναν σοφοί για να την ξαναγράψουν με την καλλιγραφία της αξιοπρέπειας. Ήταν προορισμένοι να θριαμβεύσουν, και προτίμησαν να είναι μοναχικοί.
Πέταξαν από πάνω τους το πετσί της πατρίδας κι έγιναν μέλη της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας.
Αυτοί που μας λείπουν, δεν έχουν αγάλματα στα πάρκα, αλλά ζουν ακέραιοι στη μνήμη μας.
Είχαν μακριά μαλλιά, φορούσαν παντελόνια «καμπάνα», γερά παπούτσια για μεγάλες πορείες και μάλλινα πουλόβερ για τις νύχτες δράσης και προπαγάνδας, κάπνιζαν βαριά τσιγάρα, έπιναν κόκκινο κρασί, τραγουδούσαν τραγούδια του Λέο Δαν και των Ιρακούντος, οι άνδρες αγαπούσαν -δίκην κοινού μυστικού- την Τζάνις Τσόπλιν και οι γυναίκες ανακήρυσσαν τον Σάντρο ως το πιο αρσενικό των αρσενικών.
Κάπου κάπου κάπνιζαν κανένα πουράκι, κάπου κάπου τους καιγόταν το ψητό.
Μιλούσαν για τα πάντα για να ανακαλύψουν ξανά την αξία των λέξεων,
κι όταν άρχισαν να μας λείπουν, η σιωπή τους μπροστά στους δήμιους ήταν τα λόγια τους που μας κληροδότησαν.
Από αυτούς τους ανθρώπους μας έχουν μείνει κάποιες φωτογραφίες που δεν θέλουν να είναι αντικείμενα μιας θρηνωδίας.
Αυτό που θέλουν, είναι να τις πάει κανείς στην αυλή του σπιτιού, κι εκεί, τη στιγμή που κάποιος
ή κάποια πει: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;» και τα βλέμματα αρχίσουν να ψάχνονται μέσα στη γλυκιά και σιωπηρή συνεννόηση των δικαίων, εκείνες κι εκείνοι, αυτοί που τόσο μας λείπουν,
θα βγουν απ’ την εικόνα τους και θα υψωθούν στην υπέρτερη των συνωμοσιών, στη θεμελιώδη συνομωσία κατά του ψεύδους που επιχειρεί να διαγράψει το παρελθόν με χρηματισμούς.
Ας μάθουμε να ζούμε μ’ αυτούς που μας λείπουν, επειδή αποτελούν κομμάτι μας, επειδή ξέρουμε γιατί μας λείπουν, κι επειδή την απουσία τους την αναπληρώνουμε με καμάρι.

Ο Χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα, ο οποίος είχε φυλακιστεί και κατόπιν εξοριστεί από τη δικτατορία του Αουγκούστο Πινοτσέτ για την αντιδικατορική του δράση, πέθανε σε ηλικία 70 ετών στην Ισπανία από την Covid-19, ανακοίνωσε σήμερα ο εκδοτικός οίκος του. Ο Σεπούλβεδα νοσηλευόταν σε νοσοκομείο του Οβιέδο.
Γεννήθηκε στο Οβάγιε της επαρχίας Λιμαρί, στη βόρεια Χιλή. Σπούδασε θεατρική σκηνοθεσία
στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Χιλής. Διατέλεσε ηγέτης του φοιτητικού κινήματος τα χρόνια των σπουδών του. Καταξιωμένος συγγραφέας (ποιητής, πεζογράφος, δραματουργός), αλλά ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Υπήρξε μέλος της προσωπικής φρουράς του Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο και του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία.
Όλα του τα βιβλία κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις opera: Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης (1993), Ο κόσμος του τέλους του κόσμου (1994), Patagonia express (1996),
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει (1997), Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer (1997), Hot Line (1998), Αν δεν έχεις πού να κλάψεις (1998), Χρονικά του περιθωρίου (2000),
Η τρέλα του Πινοτσέτ (2003), Σημειώσεις εν καιρώ πολέμου (2004), Τα χειρότερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ (2006), To λυχνάρι του Αλαντίν (2009), Η σκιά του εαυτού μας (2009), Ιστορίες από δω κι από κει (2011), Τελευταία νέα από το νότο (2012), H ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ (2013), Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας (2014), Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό (2016), Το τέλος της ιστορίας (2017).

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ;

 

 ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ;


Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές
πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβήνουν κι εκείνα
θάλασσα τρώει το βράχο απ’ όλες τις μεριές
μάτια λοξά και τ’ αγαπάς κόκκινη Κίνα
Γιομάτα παν’ τα Ιταλικά στην Ερυθρά
πουλιά σ’ αντικατοπτρισμό μαύρη μανία
δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά
λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου Αβησσυνία
Σε κρεμεζί νύφη λεβέντρα Ιβηρική
ανάβουνε του Barrio chino τα φανάρια
σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γραικοί
Γκρέκο και Λόρκα Ισπανία και Πασιονάρια
Κύμα θανάτου ξαμολιούνται οι Γερμανοί
τ’ άρματα ζώνεσαι με Αρχαία κραυγή πολέμου
κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί
στα δέντρα οι κρεμασμένοι μπαίγνιο του ανέμου
Κι’ απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και φωτιά
τούτο της γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι
λικνίζει κάτω από το δρυ και την Ιτιά
Το Διάκο τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη

                                             ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

Ποιος σκότωσε τον Καποδίστρια;
Θα μπορούσε να απαντήσει στο ερώτημα αυτό εις εκ των πεφωτισμένων (Ιλλουμινάτων) σοφών
της πόλεως των επαναστάσεων, της πόλεως των ποιητάδων, της πόλεως των σκουπιδιών
και της ανακύκλωσης;
Φυσικά και ναι.
Είναι αυτή που ήταν παρούσα στην συνέλευση της Βοστίτσας και στη δολοφονία του Καποδίστρια.
Έχει τραβήξει φωτογραφίες. Έχει στα χέρια της video. Καταθέτει προσωπικές μαρτυρίες. Ήταν εκεί!...
Φώτα, λαμπιόνια, καλικάντζαροι, η αναμονή του καινούργιου χρόνου και ο καινούργιος αδέσποτος Δεσπότης.
Η προθεσμία έχει λήξει για τους καταληψίες και οι μισθοφόροι προετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν τις στρατιές του Αλέξανδρου.
Το Τουρκολυβικό μνημόνιο μπορεί να προκαλέσει σύρραξη.
Θα κάνουν στρατιωτικές ασκήσεις με πραγματικά πυρά.
Γύρω-γύρω όλοι και στη μέση οι μετανάστες και οι πρόσφυγες.
Τα πειραματόζωα των υπερδυνάμεων, τα πειραματόζωα των πολέμων.
Θα τους προστατεύσουν οι καλικάντζαροι; Θα τους φέρουν στην Τέμενη;
Θα τους ντύσουν ξωτικά για να μην πληρώσουν κομπάρσους;
Θα τους στέλνουν με τα πόδια να μεταφέρουν τα σκουπίδια στην Κοζάνη
για να μειώσουν το κόστος μεταφοράς;
Θα τους ανακυκλώσουν για να υποστηρίξουν το κεντρικό τους σύνθημα;

Η βροχή έσκιζε στα δυο τον ορίζοντα
και γω μοναχός
στο κλουβί της συμφιλίωσης
ονειρευόμουν ξυπνητός
πως σε είχα ξεχάσει…

Ήταν όλα κουκουλωμένα εντέχνως με το σφυροδρέπανο.
Το πτώμα.
Η κόκα κόλα με το μαύρο καπάκι.
Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου.
Οι αλλοιωμένες μνήμες.
Οι πουτάνες και τα πρεζάκια που θα συνεχίσουν τον αγώνα.
Τα επιδόματα του Κυριάκου για τα ΑμεΑ και τους γύφτους.
Το χρυσό μετάλλιο του Έλληνα τενίστα.
Και οι φιλαρμονικές που εξακολουθούν να παίζουν
τον ύμνο της 4ης Αυγούστου στις παρελά


Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

Η ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΦΥΡΟΔΡΕΠΑΝΟΥ

 Η ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ

ΤΟΥ ΣΦΥΡΟΔΡΕΠΑΝΟΥ




Τρίζουν τα κόκαλα του Μακρυγιάννη
του Μπαρμπαγιάννη του Κανατά
κάτι ξενέρωτοι Αμερικάνοι
κάτι ροκάδες του κερατά
πήραν φαλάγγι μπαγλαμάδες και μπουζούκια
μα δεν πειράζει πατριώτες είμαστε εφτάψυχοι
Φράνσις Φορντ Κόπολα
Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και ξερό ψωμί
Πόσο θ’ αντέξουνε ο Μάρκος κι ο Τσιτσάνης
δεν έχουν κάνει ούτε ένα video clip
σαν τα κοράκια σου χιμάνε όταν πεθάνεις
οι κομπανίες με τους πράκτορες της Κ.Υ.Π
Γίναν οι μάγκες φεμινίστριες με ταγάρια
μα δεν πειράζει πατριώτες
είμαστε εφτάψυχοι
Φράνσις Φορντ Κόπολα
Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και ξερό ψωμί
Με σέξι πόζες κοριτσιών στην Ελασσόνα
με Παλαιστίνιο εραστή εκτελεστή
θα καβαλήσουμε κι ετούτο το χειμώνα
μπροστά στην τηλεοπτική μας θαλπωρή
σαν τους ανάπηρους που βλέπουνε αγώνα
μα δεν πειράζει πατριώτες
είμαστε εφτάψυχοι
Φράνσις Φορντ Κόπολα
Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και ξερό ψωμί

                                  ΤΖΙΜΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Νύχτωσε και αυτοί εξακολουθούσαν να συλλέγουν υποψηφίους συμβούλους από τους κάδους των σκουπιδιών. Μαζί τους βρέθηκε και ένα νεκρό μωρό.
Όλα για την Notre-Dame, τίποτα για τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ.
Ο Κουασιμόδος είχε δακρύσει κι εγώ παρακολουθούσα από την πόρτα του μαγαζιού μου,
σε απόσταση τεσσάρων μέτρων, το μοναδικό έργο ανάπτυξης της πόλης μου.
Τις προστατευτικές μπάρες που με προστατεύουν από τους κάφρους, τις μαϊμούδες και τους δημοσίους υπαλλήλους.
Παραδίπλα η ΜΚΟ της φιλοπτώχου με ληγμένα ρούχα, λερωμένα λούτρινα αρκουδάκια
και ρινόκερους. Βρώμικα χαρτοκούτια, σακούλες και άπληστους γύφτους.
Λυσσιατρείο, ληξιαρχείο, ψυχιατρείο. Πάμε πάλι. Ξανά, ξανά, ξανά. Ωσαννά!
Ο Πλάτωνας έλεγε πως οι δάσκαλοι θα ’πρεπε να ασχοληθούν με την πολιτική
και να διοικήσουν.
-Έλα κάτω να σου τους πω έναν έναν.
Η Πάολα τραγουδούσε το «Μια θάλασσα μικρή». Ο Ορέστης είχε πάρει τις μύγες μαζί του
για να προστατεύσει τους κατοίκους του Άργους και εγώ δεν είχα βρει τη Βεατρίκη.
Η πλήξη με οδήγησε σε ένα περιφερικό θέατρο από αυτά που στήνει ένα τσούρμο ανέργων
και που επιδοτούνται από την εκάστοτε εξουσία.
Μου έκανε εντύπωση ο τίτλος του έργου και για αυτό μπήκα.
Η ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΦΥΡΟΔΡΕΠΑΝΟΥ

Η παράσταση αρχίζει… All that jazz
Διαδραματίζεται σε μια μεγάλη και πολυτελή αίθουσα στο «σπίτι του λαού».
Η αίθουσα είναι επιβλητική από τις γιγαντοαφίσες των Μαρξ, Έγκελς, Λένιν
και Στάλιν. Παντού κίτρινα σφυροδρέπανα σε κόκκινο φόντο.
Ξάφνου μπαίνουν καμιά δεκαριά παράξενοι τύποι με καπαρντίνες, μαύρα γυαλιά
και καπέλα. Κάτι τύποι σαν τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, σαν τους γκάνγκστερς την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, σαν πράκτορες της Κ.Υ.Π
Αντί να κρατάνε όπλα, κρατάνε κουβάδες με κόλα και βούρτσες.
Με νευρικές κινήσεις σκίζουν τους θεωρητικούς και τους εφαρμοστές του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τους αντικαθιστούν με τη Λιάνα Κανέλλη, τη Σεμίνα Διγενή και τον Γιάννη Πρετεντέρη.
Από το ακροατήριο ακούγεται μια φωνή:
-Μπράβο, κάνατε τρίλιζα με τους πράκτορες της Κ.Υ.Π
-Συγχαρητήρια. Τώρα και την Τρέμη και την Τρέμη.
Οι τύποι με τις καπαρντίνες, τα καπέλα και τα μαύρα γυαλιά συγκεντρώνουν τις σκισμένες
αφίσες και τα σφυροδρέπανα σε κάδους ανακύκλωσης.
Και η μεικτή χορωδία των «ατόμων με ειδικές ανάγκες» τραγουδάει τη σύνθεση του Τζίμη Πανούση
-Άντε γαμήσου Εργατιά…
-Άντε γαμήσου Αγροτιά…
Έφυγα πικραμένος από την αίθουσα. Τόσοι αγώνες πήγανε χαμένοι.
Παντού δημόσιοι υπάλληλοι και προβοκάτορες.
Κι αυτοί που φύγαν φτιάξαν ένα δικό τους μαγαζί και λένε τις ίδιες μαλακίες σε παραλλαγή.
Λες και ο κρατικός καπιταλισμός είναι άλλος καπιταλισμός.
Το «μια θάλασσα μικρή» στροβιλίζει στο μυαλό μου και με ηρεμεί.

Μια θάλασσα μικρή,
πικρά σ’ αποχαιρέτησε,
σε περιμένει…
Μια θάλασσα μικρή


Τότε ξεκαθάρισε στο μυαλό μου πως τη Βεατρίκη δεν κατάφερα να την βρω γιατί ζει εκτός συνόρων και σε μιαν άλλη εποχή.
Όμως για αυτό είμαι σίγουρος!

Το σημείο Κ ήτανε το κόμμα
Και το σημείο Ν η νεολαία
Ο Άρης Αλέξανδρου είχε δίκιο
το κιβώτιο ήταν άδειο!

Καλή Ανάσταση!