Σάββατο 18 Απριλίου 2020

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΝΟΤΙΕ!


               ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΝΟΤΙΕ!
ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Το νεκροπούλι μετρούσε τους νεκρούς.
Η άνοιξη είχε έρθει γιατί τα χελιδόνια φάνηκαν στο πίσω μπαλκόνι.
Οι γέροι στα γηροκομεία και στα νοσοκομεία δεν προσμετρούνται στους νεκρούς
γιατί δεν είχαν κάνει το τεστ.
Μόνο ο κομμουνισμός θα μας έσωνε από τον κορονοϊό.
Ο πατερούλης θα έκλεινε τις εκκλησίες.
Απ’ τους κομμουνιστές ποιος θα μας έσωνε;
Ψάχνω να βρω τη μάσκα του Ζορό. Ποιος μου την πήρε;
Ένα ξεβράκωτο καθεστώς καλύπτεται από τα εξαγορασμένα ΜΜΕ και από τα αυταρχικά μέτρα για να μη φανεί ο κώλος του.
Πώς μπορείς έναν υγιή να τον κάνεις να συμπεριφέρεται σαν άρρωστος;
Είναι απλό. ΦΥΛΑΚΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ.
Κι εκείνοι οι γιαλατζί κομμουνιστές…
Θεέ μου ’σχώρα με…

Ένα μονοπάτι ηλιόλουστο τραβάει μέσα απ’ τις μουριές
είμαι στο παράθυρο του νοσοκομείου
Δε νιώθω τη μυρουδιά των γιατρικών
Κάπου πρέπει ν’ ανθίζουν τα γαρούφαλα
Δε νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών

Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος
Το να μην παραδίνεσαι.
A
υτό είναι

Μια γενιά δύναμης, ήθους και αντίστασης. Χθες έφυγε…
Κομμουνιστής, ταξιδιώτης, ποιητής. Από τη Χιλή στην Αργεντινή, στην Ουρουγουάη, 
στο Περού, στο Εκουαδόρ, στην Κολομβία,  στη Βραζιλία, με τους ινδιάνους Σουάρ 
στον Αμαζόνιο, αντάρτης στη Νικαράγουα, δημοσιογράφος στη Αγκόλα,  στο Ελ Σαλβαδόρ, 
στη Μοζαμβίκη, στην Παραγουάη, στο Παρίσι, στο Αμβούργο, στη Μαδρίτη.

Σαρακηνοί και Βενετσάνοι
πιάνουν και δένουν στο κατάρτι
ελόγου μου τον καπετάν Γιάννη
το παλληκάρι τον αντάρτη
τον άντρακλα τον πελαγίσιο

Καλό ταξίδι Νότιε!

«Γράφω γιατί πιστεύω στη μάχιμη δύναμη των λέξεων»

Ο Ζορμπάς έφτασε μ' ένα σάλτο στο προστατευτικό κιγκλίδωμα του καμπαναριού.
Από κάτω, τ' αυτοκίνητα έμοιαζαν σαν έντομα με μάτια αστραφτερά.
Ο άνθρωπος κρατούσε το γλάρο στην αγκαλιά του.
«Όχι! φοβάμαι! Ζορμπά! Ζορμπά!»  έκρωζε η Καλότυχη, τσιμπώντας τα χέρια του ανθρώπου.
«Περίμενε» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Ασ' την πάνω στο κάγκελο».
«Δεν είχα στο νου μου να την πετάξω» είπε ο άνθρωπος.
«Θα πετάξεις, Καλότυχη» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
«Πάρε μια βαθιά εισπνοή. Μύρισε τη βροχή. Η βροχή είναι νερό.
 Στη ζωή σου θα συναντήσεις πολλούς λόγους για να είσαι ευτυχισμένη –
ένας από αυτούς λέγεται νερό, ένας άλλος, άνεμος, κι ένας άλλος, ήλιος, κι αυτός
ο ήλιος εμφανίζεται πάντα σαν αντιστάθμισμα μετά τη βροχή.
Μύρισε τη βροχή. Άνοιξε τα φτερά».
Η γλαροπούλα άπλωσε τις φτερούγες της. Οι προβολείς την έλουζαν στο φως,κι η βροχή 
τής έλουζε με πέρλες τα φτερά.
Ο άνθρωπος κι ο γάτος την είδαν να υψώνει το κεφάλι με τα μάτια κλειστά.
«Η βροχή! Το νερό!» έκρωξε. «Μ' αρέσει!»
«Τώρα θα πετάξεις» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
«Σ' αγαπώ. Είσαι ένας θαυμάσιος γάτος» έκρωξε η Καλότυχη, πλησιάζοντας την άκρη του κάγκελου.
«Τώρα θα πετάξεις» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Όλος ο ουρανός θα ’ναι δικός σου».
«Δε θα σε ξεχάσω ποτέ....»
«Πέτα!» νιαούρισε ο Ζορμπάς
«Πετάω, Ζορμπά! Μπορώ και πετάω!» έκρωξε τρισευτυχισμένη από την απεραντοσύνη του γκρίζου ουρανού.
Ο άνθρωπος χάιδεψε το σβέρκο του γάτου.
«Εντάξει, γάτε. Τα καταφέραμε» είπε αναστενάζοντας.
«Ναι» νιαούρισε ο Ζορμπάς. « Στο χείλος του γκρεμού κατάλαβα το πιο σημαντικό».
«Α, ναι; Και τι είναι πιο σημαντικό;» ρώτησε ο άνθρωπος.
«Πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

Καμιά φορά, σε κάποια αυλή, έτρεχαν πίσω από ένα τόπι, τάχα σπουδαίοι μπαλαδόροι, κι όταν έβαζαν γκολ το υπέγραφαν φωνάζοντας  τ’ όνομά τους, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ’ το να ζεις στην ανωνυμία.
Αυτοί που μας λείπουν, μαγείρευαν τα σαββατοκύριακα, οδηγούσαν λεωφορείο, σπούδαζαν κοινωνιολογία, νομικά ή γεωπονία, έγραφαν μυθιστορήματα, ήταν ηθοποιοί, ποιητές ή πυγμάχοι, ήταν γιατροί σε κάτι άθλιες κλινικές, μάθαιναν ένα ένα τα πάρκα της πόλης, μέσα στα οποία αντάλλασσαν ρούχα, δίσκους, βιβλία και εμπιστοσύνη. 

Όταν τους έπιασαν, όταν άρχισαν να μας λείπουν, οι μάρτυρες που δεν είχαν δει τίποτα, ψιθύρισαν: «Κάτι θα ’χουν κάνει για να τους πιάσουν έτσι», κι είχαν δίκιο, γιατί δεν έκαναν απλώς κάτι αλλά πολλά: ονειρεύτηκαν πως μπορεί να ζήσει κανείς όρθιος, ονειρεύτηκαν πως η μοίρα του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι πάντα κάτεργο, ονειρεύτηκαν πως μπορεί να γίνουν ευτυχισμένοι 
όλοι οι άνθρωποι, ονειρεύτηκαν να θεσπίσουν έναν δίκαιο νόμο, μπροστά στον οποίο είμαστε όλοι ίσοι. Και τόλμησαν να θελήσουν να πραγματώσουν τα όνειρά τους, γιατί αυτοί που μας λείπουν, χωρίς τυμπανοκρουσίες ή ματαιοδοξίες, άγγιξαν την υπέρτατη διάσταση στην οποία μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, και γι’ αυτό ακριβώς μας λείπουν: γιατί ήταν επαναστάτες. 
Ανδρώθηκαν τη χειρότερη εποχή κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την κάνουν να είναι 
η καλύτερη.
Ανακάλυψαν ότι η Ιστορία ήταν μία απάτη, κι έγιναν σοφοί για να την ξαναγράψουν με την καλλιγραφία της αξιοπρέπειας. Ήταν προορισμένοι να θριαμβεύσουν, και προτίμησαν να είναι μοναχικοί. 
Πέταξαν από πάνω τους το πετσί της πατρίδας κι έγιναν μέλη της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας. 
Αυτοί που μας λείπουν, δεν έχουν αγάλματα στα πάρκα, αλλά ζουν ακέραιοι στη μνήμη μας.
 Είχαν μακριά μαλλιά, φορούσαν παντελόνια «καμπάνα», γερά παπούτσια για μεγάλες πορείες και μάλλινα πουλόβερ για τις νύχτες δράσης και προπαγάνδας, κάπνιζαν βαριά τσιγάρα, έπιναν κόκκινο κρασί, τραγουδούσαν τραγούδια του Λέο Δαν και των Ιρακούντος, οι άνδρες αγαπούσαν -δίκην κοινού μυστικού- την Τζάνις Τσόπλιν και οι γυναίκες ανακήρυσσαν τον Σάντρο ως το πιο αρσενικό των αρσενικών.
Κάπου κάπου κάπνιζαν κανένα πουράκι, κάπου κάπου τους καιγόταν το ψητό. 
Μιλούσαν για τα πάντα για να ανακαλύψουν ξανά την αξία των λέξεων,
κι όταν άρχισαν να μας λείπουν, η σιωπή τους μπροστά στους δήμιους ήταν τα λόγια τους που μας κληροδότησαν.  
Από αυτούς τους ανθρώπους μας έχουν μείνει κάποιες φωτογραφίες που δεν θέλουν να είναι αντικείμενα μιας θρηνωδίας. 
Αυτό που θέλουν, είναι να τις πάει κανείς στην αυλή του σπιτιού, κι εκεί, τη στιγμή που κάποιος
 ή κάποια πει: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;» και τα βλέμματα αρχίσουν να ψάχνονται μέσα στη γλυκιά και σιωπηρή συνεννόηση των δικαίων, εκείνες κι εκείνοι, αυτοί που τόσο μας λείπουν, 
θα βγουν  απ’ την εικόνα τους και θα υψωθούν στην υπέρτερη των συνωμοσιών, στη θεμελιώδη συνομωσία κατά του ψεύδους που επιχειρεί να διαγράψει το παρελθόν με χρηματισμούς.
Ας μάθουμε να ζούμε μ’ αυτούς που μας λείπουν, επειδή αποτελούν κομμάτι μας, επειδή ξέρουμε γιατί μας λείπουν, κι επειδή την απουσία τους την αναπληρώνουμε με καμάρι.

 Ο Χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα, ο οποίος είχε φυλακιστεί και κατόπιν εξοριστεί από τη δικτατορία του Αουγκούστο Πινοτσέτ για την αντιδικατορική του δράση, πέθανε σε ηλικία 70 ετών στην Ισπανία από την Covid-19, ανακοίνωσε σήμερα ο εκδοτικός οίκος του. Ο Σεπούλβεδα νοσηλευόταν σε νοσοκομείο του Οβιέδο.
Γεννήθηκε στο Οβάγιε της επαρχίας Λιμαρί, στη βόρεια Χιλή. Σπούδασε θεατρική σκηνοθεσία 
στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Χιλής. Διατέλεσε ηγέτης του φοιτητικού κινήματος τα χρόνια των σπουδών του. Καταξιωμένος συγγραφέας (ποιητής, πεζογράφος, δραματουργός), αλλά ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Υπήρξε μέλος της προσωπικής φρουράς του Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο και του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία. 
Όλα του τα βιβλία κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις opera: Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης (1993), Ο κόσμος του τέλους του κόσμου (1994), Patagonia express (1996), 
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει (1997), Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer (1997), Hot Line (1998), Αν δεν έχεις πού να κλάψεις (1998), Χρονικά του περιθωρίου (2000), 
Η τρέλα του Πινοτσέτ (2003), Σημειώσεις εν καιρώ πολέμου (2004), Τα χειρότερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ (2006), To λυχνάρι του Αλαντίν (2009), Η σκιά του εαυτού μας (2009), Ιστορίες από δω κι από κει (2011), Τελευταία νέα από το νότο (2012), H ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ (2013), Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας (2014), Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό (2016), Το τέλος της ιστορίας (2017).