Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023

ΟΙ ΑΦΙΣΕΣ ΤΟΥ ΛΩΤΡΕΚ



         ΟΙ ΑΦΙΣΕΣ ΤΟΥ ΛΩΤΡΕΚ


Τα κανονικά παιδιά
Γεννιούνται κανονικά
Μεγαλώνουν κανονικά
Ονειρεύονται κανονικά
Ερωτεύονται κανονικά
Και πεθαίνουν κανονικά
Ω! πες μου μαμά
Πες μου τι γίνεται μ’ εκείνα τα παιδιά
Που αν και γεννιούνται κανονικά
Δε μεγαλώνουν κανονικά
Δεν ονειρεύονται κανονικά
Ουτε ερωτεύονται κανονικά
Πες μου αν πεθαίνουν
Πες μου πώς πεθαίνουν;
Πες μου αν πεθαίνουν κανονικά

                                 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ




ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Είναι καιρός που ασχολούμαι με τη ζωή και το έργο του Λωτρέκ με απορίες αλλά και τεράστιο ενδιαφέρον. Οι ώρες μαζί του ήταν ξεκούραστες και κάθε μικρό στοιχείο, που ανακάλυπτα συμπλήρωνε το παζλ. Η όλη πορεία του, ο τρόπος ζωής του και το έργο του προϋποθέτουν τεράστια δύναμη ψυχής. Ο Λωτρέκ ήταν υπεράνθρωπος! Ξεπερνώντας τον πόνο και τη διαφορετικότητα λειτούργησε παραγωγικά, προσφέροντας στους μεταγενεστέρους πάνω από τριακόσια έργα σε πίνακες ζωγραφικής, αφίσες, γελοιογραφίες, εξώφυλλα βιβλίων, περιοδικών και σκηνικών, φωτίζοντας με τα χρώματά του τη μαυρίλα του κορεσμού και της στατικότητας, προσφέροντας με τη δύναμη του έργου του ένα αισιόδοξο μήνυμα ζωής!
Επηρεασμένος από τους Μανέ και Ντεγκά και από την Ιαπωνική χαρακτική αλλά και με κύριο το προσωπικό του στοιχείο, δηλαδή τον έρωτά του με την πραγματικότητα και την ίδια τη ζωή, έγινε εξερευνητής στην αναζήτηση «του παρόντος καιρού».
Μετά τον θάνατό του ο νεαρός τότε Ισπανός ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο αφιέρωσε την πρώτη του έκθεση στο Παρίσι στον κοντορεβιθούλη αριστοκράτη Τουλουζ Λωτρέκ.
Το Παρίσι του Λωτρέκ δεν είναι εκείνο με τα μεγάλα μπουλβάρ και το Σαμπ-Ελυζέ, με τις άμαξες και τις κυρίες στις ιπποδρομίες αλλά μια νυχτερινή και φτωχή συνοικία, πλούσια όμως σε ταμπέλες, μουσική και γάμπες που κινούνται στο ρυθμό του καν-καν. Το βλέμμα του δεν είναι βλέμμα ενός ηδονοβλεψία, ενός θεατή αποκομμένου από τη σκηνή και τους πρωταγωνιστές. Σ’ αυτό το μεγάλο θέατρο που λέγεται Παρίσι ο Ανρί ερμηνεύει με ακρίβεια το ρόλο του, σε απόλυτη αρμονία με τους άλλους ηθοποιούς. Εκεί θα γνωρίσει τα κορίτσια, και ανάμεσά τους κάποια γενναιόδωρη χορεύτρια και θα βρει λίγη από την αγάπη ή μάλλον στοργή. Όμως την αληθινή αγάπη, αυτή που ο καθένας ονειρεύεται ο Λωτρέκ δεν θα την γνωρίσει ποτέ.
Η μεγαλύτερη ατραξιόν στη Μονμάρτη ήταν το Μουλέν Ρουζ όπου χορεύτριες όπως η Γκουλύ (καλοφαγού) χόρευαν έξαλα τις καντρίγιες που αργότερα θα επονομάζονταν «καν-καν». Για το Μουλέν Ρουζ θα έφτιαχνε ο Λωτρέκ την πρώτη του αφίσα με την τεχνική της λιθογραφίας.
Ο αριστοκρατικής καταγωγής Ανρί Μαρί Ραϋμόν ντε τουλούζ Λωτρέκ Μονφά ήταν αυτός που από τα χέρια του δημιουργήθηκαν σπουδαίες αφίσες που τον έκαναν παγκόσμια γνωστό με την καινούργια τεχνική της λιθογραφίας. Μ’ αυτόν τον τρόπο δινόταν στον καλλιτέχνη η δυνατότητα να σχεδιάσει επάνω στην πέτρα από την οποία θα εκτυπωνόταν η απεικόνιση. Ο Λωτρέκ δεν είναι o πρωτεργάτης της τέχνης της αφίσας ούτε της λιθογραφικής τεχνικής. Είναι όμως ο πιο τολμηρός, ο νεωτεριστής, είναι ο μεγάλος δημιουργός αφισών και λιθογραφιών, ο πιο παραγωγικός. Είναι αυτός που άλλαξε το ρόλο της αφίσας και την έκανε έργο τέχνης.
Στα πρώτα, αδιαμφισβήτητα μεγάλα, έργα του ο Λωτρέκ κατέγραψε τη ζωή του τσίρκου, του χορευτικού κέντρου, του καμπαρέ και του μιούζικ χολ, απεικονίζοντας συχνά τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Τον τραβούσαν και οι πιο άσχημες πλευρές της νυχτερινής ζωής του Παρισιού. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα άφηνε το σπίτι του και έμενε σε οίκους ανοχής, απεικονίζοντας εκείνες τις γυναίκες μ’ έναν προσγειωμένο τρόπο, οτιδήποτε άλλο παρά πορνογραφικό.
Ο Ανρί Μαρί Ραϋμόν ντε τουλούζ Λωτρέκ Μονφά γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1864 στο Αλμπί της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Προερχόταν από μια παλιά αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια. Η σκοτεινή πλευρά των προγόνων του Λωτρέκ ήταν οι διαδοχικές ανά γενιές αιμομιξίες, που κατέληξαν στο γάμο των γονιών του, πρώτων εξαδέλφων.
Σαν αποτέλεσμα ο Λωτρέκ έπασχε, κατά πάσα πιθανότητα, από μια εκφυλιστική ασθένεια των οστών, υπεύθυνη για τα σοβαρά κατάγματα που έπαθε στους μηρούς από δυο ελαφρά πεσίματα το 1878 και το 1879. Τα κατάγματα έκαναν πολύ καιρό να θρέψουν και τελικά έγινε φανερό ότι τα πόδια του αγοριού, που βρισκόταν τότε στην εφηβεία, δε θα αναπτύσσονταν κανονικά.
Ο Λωτρέκ ήταν καταδικασμένος να γίνει ένας κοντόχοντρος, δύσμορφος άντρας, που θα κούτσαινε στηριζόμενος σ’ ένα μπαστούνι. Κι αυτή ακριβώς τη φιγούρα θα τη γελοιογραφούσε συχνά, προτιμώντας πάντα να λοιδορεί τον εαυτό του, παρά να τον οικτίρει.
Ποιος ήταν όμως ήταν πραγματικά ο Λωτρέκ;
Ήταν ο αριστοκράτης, ο μποέμ αλκοολικός, ο μεγάλος καλλιτέχνης. Εκεί που η μοίρα τον σημάδεψε με βαριές αναπηρίες, εκείνος ανακάλυψε έναν κόσμο διασκεδαστικό και συναρπαστικό και τον ιστόρησε με τη μεγαλύτερη ζωντάνια. Οι ηδονές και τα βίτσια της νυχτερινής ζωής του Παρισιού, φημισμένοι καλλιτέχνες και τα άσημα κορίτσια του δρόμου θα ζουν για πάντα μέσα από τα έργα του. Γιατί εκτός από ζωγράφος καθιερώθηκε και σαν μεγάλος λαϊκός καλλιτέχνης, ανοίγοντας το δρόμο σ’ ένα τολμηρό και χυδαίο για την εποχή μέσο την αφίσα. Εξαιρετικά δημιουργικός, αλλά και ταυτόχρονα αυτοκαταστροφικός, έζησε μ’ έναν τρόπο που τον οδήγησε στο θάνατο σε ηλικία μόλις τριάντα έξι χρονών.
Από το 1897 η σύφιλη και ο αλκοολισμός επηρέασαν αρνητικά τη συμπεριφορά του και το 1899 κλείστηκε σ’ ένα σανατόριο για αποτοξίνωση από το αλκοόλ. Σύντομα ξανάρχισε να πίνει πολύ αψηφώντας μια σειρά παραλυτικών επεισοδίων.
Όταν προσβλήθηκε οριστικά από παράλυση, κατέφυγε στο σπίτι της μητέρας του, όπου πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1901.
Το τεράστιο έργο του θα βελτιώνει την αισθητική όλων μας μιας και οι πίνακες του εκτίθενται σε μουσεία σε όλο τον κόσμο. Η μεγαλύτερη συλλογή βρίσκεται στο μουσείο Τουλούζ Λωτρέκ στη γενέτειρά του. Άφησε όμως και κληρονομιά πρωτοποριακές τεχνικές στη ζωγραφική και την αφίσα που επηρέασαν και επηρεάζουν νεότερους καλλιτέχνες








Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ



         ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Τα πάντα στηρίζονται στο ψέμα και στην υποκρισία. Κομματικοί γραφειοκρατικοί
μηχανισμοί ενδιαφέρονται μόνο για τη δική τους εξέλιξη, συντήρηση και ανάπτυξη
προς ίδιον όφελος. Όλα όσα υπόσχονται και τάζουν είναι παραμύθια για μικρά παιδιά, άτεχνα αστειάκια για να περνάει η ώρα.
Τετάρτη μεσημέρι παρακολούθησα ένα διάλογο σε μια απ’ αυτές τις ελαφριές μεσημεριανές τηλεοπτικές εκπομπές. Οικοδέσποινα η Ελένη Μενεγάκη και φιλοξενούμενη η Λιάνα Κανέλλη, βουλευτής του ΚΚΕ.
-
Λιάνα, το πλήρωσες το Χαράτσι;
-Το πλήρωσα ….έχω ανήλικο παιδί.
-Και τον κόσμο τι τον συμβουλεύεις να κάνει;
-Να μην το πληρώσει.
Η Λιάνα και οι άλλοι! Αρκετά με δαύτους.
Πάμε τώρα στον ελευθερόστομο, όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται απαντώντας σ’ αυτούς που τον έλεγαν αθυρόστομο, τον Κώστα Βάρναλη, που ποτέ δεν προσποιήθηκε τον διανοούμενο.
Και που ήταν πάντα αληθινός, ευθύς και εύστοχος.
«Είχα γυναίκα, είχα και ζα, είχα μια Βάσω με βυζά, μα προκοπή δεν είχα.
Σε ποιο χαρέμι να παχαίνει, στα μαξιλάρια ξαπλωμένη, μασώντας τη μαστίχα.»

«Η ποίηση του Βάρναλη, γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης, δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι· κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά γυμνάσματα και δοκιμές και περιπλανήσεις στους λειμώνες των ασφόδελων. Μ᾿ άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα που ’πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού».

*Στα 1973, το καλοκαίρι, πήγαμε μια παρέα με αυτοκίνητο και τον πήραμε απ’ το καφενείο “Νέα Ελλάς” της πλατείας Κολωνακίου και πήγαμε, κατά δική του προτίμηση, σε γνωστό του παραθαλάσσιο κέντρο στο Κόκκινο Λιμανάκι της Ραφήνας. Ένας άνθρωπος που σήκωνε επάνω του 90 χρόνια, είχε μια μοναδική ευρωστία και διάθεση. κατά τη διαδρομή, μιλούσε για τη λογοτεχνική του σύνταξη, που αν την έπαιρνε (αν πρόφταινε) θα καλυτέρευε λίγο τα δύσκολα οικονομικά του. Όταν φτάσαμε στη θάλασσα, θυμήθηκε πως δεν είχε πάρει το μαγιό του. Τον είδαμε να φεύγει μακριά μας και να πέφτει στη θάλασσα τσίτσιδος. Απομακρύνθηκε, τον βλέπαμε να κολυμπά στα βαθιά σαν δελφίνι. Ύστερα πήγαμε στο κέντρο, παράγγειλε για τον εαυτό του ενάμισι κιλό λιθρίνια (ναι! ενάμισι) και τα έφαγε όλα πεσμένος αμίλητος επάνω στο πιάτο. Ήπιε κρασί, έφαγε φρούτα, μίλησε με πόνο για την κατάσταση, για το Βουτυρά, τον Παλαμά, τον Παπαδιαμάντη, είπε διάφορα ανέκδοτα. Σε μια στιγμή, από μια παρέα στο βάθος, ακούστηκαν χειροκροτήματα. “Ο Βάρναλης, ο Βάρναλης! Γεια σου”. Και άλλα απ’ την άλλη πλευρά, και άλλα από πέρα. Σηκώθηκαν μερικοί νέοι και του φίλησαν το χέρι. Μια παλιά του θαυμάστρια τον φίλησε, την αγκάλιασε. Απάγγειλέ μας κάτι, του λέει μετά στ’ αυτί. Δεν απαγγέλω, δεν έχω φωνή, της λέει. Άρχισε εκείνη και απάγγειλε τους “Μοιραίους”. Σώπα, της λέει, θα μας πάρουν είδηση. Όταν έφυγαν από το τραπέζι μας και καταλάγιασε ο ενθουσιασμός, “να, είδες”, είπε συγκινημένος, “κάτι τέτοια με κρατούν στη ζωή κι ας είμαι πεταγμένος στο περιθώριο… αυτός ο λαός είναι μεγάλος, είναι σαν τη θάλασσα, ποτέ δεν ησυχάζει, ούτε λυγά, ούτε πέφτει. Κάτι μου λέει πως θ’ αξιωθώ να ζήσω και να χαρώ το θρίαμβό του.

*Γιώργος Βαλέτας “Η ζωή και το έργο του Κώστα Βάρναλη”
άρθρο στο περιοδικό Νέα Εστία, τ.1163, Χριστούγεννα 1975

  Ι
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ απ᾿ όλα το κρασί!
«Ποιος φταίει; Ποιος φταίει;... κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.
Έτσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

ΙΙ
«Όταν πεθαίνει βασιλιάς, μη χαίρεσαι λαουτζίκο
Μη λες πως θάν’ καλύτερος ο νυν από τον τέως
Πως θάναι το λυκόπουλο καλύτερο απ’ τον λύκο
Τότε μονάχα να χαρείς: αν θάναι ο τελευταίος»

ΙΙΙ
«Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ᾿ αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ᾿ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν ειν᾿ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!»

ΙV
«Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε,
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε».

V
«Δε θα μας σώσει Ανατολή γιά Δύση
μήδ’ Έλληνες ή βάρβαροι θεοί
Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει,
άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί.»

VI
«Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης,
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.»

VII
«Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, Λευτεριά,
αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά,
σαν θα περάσω Αντίκρα.»

VIII
«Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς».

*Αποσπάσματα από ποιήματα του Κώστα Βάρναλη
Ο Βάρναλης είναι ως κοινωνικός ποιητής και συγγραφέας μοναδικός. Πουθενά στο έργο του δεν υπάρχουν τα ίχνη ενός διανοουμενισμού, πού συχνά συναντάται σε ανάλογες περιπτώσεις. Το ισχυρό ταλέντο του μετέβαλλε σε καθαρή «λαϊκή» τέχνη και σπαρταριστό υλικό, οποιαδήποτε ιδέα ή ιδεολογία βρισκόταν στην αφετηρία της δημιουργίας του. Γι' αυτό, χωρίς να προδίδει τους κανόνες της τέχνης, η οποία απαιτεί μια εκφραστική αυτονομία, μιλούσε άμεσα στις καρδιές του λαού.

Σάββατο 3 Ιουνίου 2023

ΤΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ



 ΤΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ



Καλέ μου φίλε, σου γράφω για να παρηγορηθώ
και εξαιτίας της απόστασής μας, τρελά θα εξηγηθώ.
Μα, από τότε που λείπεις, παρατήρησα ξανά
πως ο χωροχρόνος έφυγε μα κάτι ακόμα εδώ δεν προχωρά.
Σπανίως βγαίνουμε έξω κι ας είναι και γιορτές,
αρκετοί σωριάζουν σάκους με άμμο στα παράθυρα και στις σκεπές,
Άλλος πάλι σωπαίνει για βδομάδες σαν νεκρός
κι όσοι δεν έχουν κατιτίς να πούνε τους περισσεύει και καιρός.

Μα η μικρή οθόνη μάς είπε για τη νέα χρονιά
έναν ανασχηματισμό ευρύ που καρτερούμε πώς και τι.
Θα 'χουμε, λέει, Χριστούγεννα και καρναβάλια καθ' εκάστη,
κάθε Χριστούλης θα κατέβει απ' το σταυρό
και τα πουλάκια θα επιστρέψουν στο άστυ.

Θα έχει φαγοπότι και φως όλο το χρόνο,
θα βγάζουν λόγο και οι μουγκοί γιατί οι κουφοί μιλούσαν μόνο.
Θα επιτραπεί ο έρως όπως τον θέλει ο καθείς,
θα παντρευτούνε και οι καλόγεροί μας, μα κατόπιν δοκιμής.
Έως δια μαγείας, θα εξαφανιστούν
κάτι κρετίνοι, κάτι απαίσιοι που μας ταλαιπωρούν.
Βλέπεις, αδερφέ μου, τι σου αραδιάζω, ακριβέ μου;
Μα, εδώ κοντεύω να φλιπάρω, έστω σαν όνειρο αν το πάρω!

Βλέπεις, βλέπεις, βλέπεις, βλέπεις, βλέπεις, κύριέ μου, παραμιλάω, τρεκλίζω,
γελάω μ' όλα τα εφέ μου και συνεχίζω να ελπίζω!
Μα, αν ο χρόνος ήταν μόνο για μια ώρα, κάτι σαν κομήτης,
πόσο σκληρό γίνεται τώρα καθώς χανόμαστε μαζί της.
Ο χρόνος που μετράει σε λίγο δεν θα είναι εδώ,
θα τον φάω ή θα με φάει, αυτά είχα να σου πω.

                                                                                            Lucio Dalla


ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ξύπνησα και σκεφτόμουνα τα απαγορευμένα κάλαντα, «Ο Κούλης στο ναυτικό» και τον Ελπήνορα να στουκάρει στα τσιμέντα.
Όλα είναι ένα ταξίδι ξεκινώντας από τον Όμηρο με ενδιάμεσο τον Μποντλέρ και καταλήγοντας
στον Κόλλια (Καββαδίας) παρέα με τις ερμαφρόδιτες φωνές των τραγουδιστών που τον ερμήνευσαν.
Τα γυφτάκια έκαναν λάθος επένδυση αγοράζοντας τρίγωνα, κλαρίνα και μελόντικες για να πουν
τα κάλαντα και για να αγοράσουν το καινούργιο play station.
Με απογοήτευση όμως φέτος θα παίξουν μόνο το όργανό τους…
Το μόνο που δεν θα είναι απαγορευμένο και που θα παίξει φέτος από το YouΤube
θα είναι «ο Κούλης στο ναυτικό» και θα είναι αυτό που θα αντικαταστήσει τα κάλαντα.
Τι δουλειά όμως έχει ο Ελπήνορας;
Ποιος είναι;
Είναι αυτός που αυτοκτόνησε γιατί ζήλεψε, όταν είδε τον Οδυσσέα με την Κίρκη.
Έκανε οφθαλμολουτρο και σκόνταψε;
Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου;
Η ομοφυλοφιλική άποψη του Ομήρου;
Η σχέση του Κούλη;
Ο πρόγονος του Χίτλερ;
Ο ακτιβιστής που έπεσε από τα Ιμαλάια;

Κάτι για να περάσει η ώρα και να καλύψω το άρθρο του Δεκέμβρη;
Ο Ελπήνορας θάφτηκε από τον Οδυσσέα με ένα κουπί καρφωμένο στην πλάτη.
Και ουχί με σταυρό γιατί όπως όλοι ξέρετε (σιγά μην ξέρετε) τότες δεν είχε
ανακαλυφθεί ο Χριστιανισμός…

Ο κορωνοϊός έχει κουράσει τους πάντες.
Όλους έκτος από μένα.
Κάνω ό,τι έκανα!
Έτσι κι αλλιώς η ζωή δεν έχει και μεγάλες απαιτήσεις.
Θέλει ένα πιάτο φαΐ και λίγη αγάπη…

Εύχομαι…
Καλή χρονιά! Και με περισσότερη ελευθερία!