Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

  

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ




Ο Μπελογιάννης ζει μες την καρδιά μας
Ο Μπελογιάννης ζει παν στις κορφές
Ο Μπελογιάννης ζει είναι κοντά μας
στων τραγουδιών τις λεύτερες στροφές

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
«Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας.Το δείξαμε όταν κινδύνευε η Ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της. Και ακριβώς, αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πολέμους. «ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ» και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας…
Αυτά ήταν λίγα από τα λόγια του Νίκου Μπελογιάννη στην απολογία του στο στρατοδικείο που τον καταδίκασε σε θάνατο.
Αυτός ο συνεπής αγωνιστής που δεν λύγισε μπροστά στο θάνατο, ακολουθώντας ως το τέλος την υπεράσπιση των ιδανικών του…
Κι απ’ την άλλη η μάνα Βασιλική, βγαλμένη σαν από αρχαία τραγωδία χάνει την μικρότερη κόρη της Αργεντίνα στην κατοχή το 1944 από φυματίωση.
Τον άντρα της Γιώργο το 1947. Την πρώτη της κόρη Ελένη, που υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια από τους χωροφύλακες, παρουσίασε καλπάζουσα φυματίωση και εξέπνευσε στο νοσοκομείο «Σωτηρία» το 1948. Και το γιο της Νίκο, που εκτέλεσαν οι φασίστες στις 30 Μαρτίου του 1952 παρά τις διαμαρτυρίες εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών και πλήθους διανοουμένων σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ο Νίκος Μπελογιάννης έγινε παγκόσμιος θρύλος, σύμβολο και το όνομά του δόθηκε στην Ανατολική Ευρώπη σε βουνά, δάση, λίμνες, οικισμούς και χωριά.
Η μητέρα του ήρωα, Βασιλική πεθαίνει τον Αύγουστο του 1956.
Η σύντροφός του γεννάει στη φυλακή το παιδί τους, Νίκο και αποφυλακίζεται για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1963.
Ο Νίκος Μπελογιάννης, το μέλος της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ, ο πολιτικός επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του δημοκρατικού στρατού, ο όμορφος άντρας,ο αγωνιστής, αυτός που προοριζόταν για να ξεκαθαρίσει και να οργανώσει το κόμμα, αυτός που προοριζόταν για γραμματέας του ΚΚΕ, γύρισε στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1950. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1950 συλλαμβάνεται και δικάζεται με βάση το νόμο 509/1947 κατηγορούμενος ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης.
Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου και έκτακτος στρατοδίκης ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος,
ο μετέπειτα δικτάτορας. Η απόφαση της θανατικής ποινής δεν άλλαξε παρά τις διεθνείς εκκλήσεις και πιέσεις. Η απόφαση εκτελέστηκε στις 30 Μαρτίου ημέρα Κυριακή και ώρα 4:10 π.μ
Ο Νίκος Μπελογιάννης κι άλλοι τρεις σύντροφοί του, Δ. Μπάτσης, Ν. Καλούμενος
και Η. Αργυριάδης μεταφέρθηκαν από τις φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο στο Γουδί
και τουφεκίστηκαν.
Η ώρα και η μέρα ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστες. Οι εκτελέσεις γίνονταν με το πρώτο φως του ήλιου και ποτέ Κυριακή.Φαίνεται πως έγινε τότε για να προλάβουν οι κάθε λογής υπέρμαχοι της εκτέλεσης τυχόν απονομή χάριτος …
Ο Νίκος Πλουμπίδης, υπεύθυνος του τότε ΚΚΕ Αθήνας στέλνει επιστολή με τα αποτυπώματά του δηλώνοντας ότι ο Μπελογιάννης είναι αμέτοχος και ότι η υπόθεση των ασυρμάτων βαραίνει αποκλειστικά τον ίδιο.





Ο συνήγορός του, Μ. Γαλέος επισκέπτεται τον Μπελογιάννη στις φυλακές και του προτείνει
να καταθέσουν αίτηση αναψηλάφησης της δίκης.
Ο Ζαχαριάδης ανακοινώνει ότι η επιστολή Πλουμπίδη είναι χαφιέδικο κατασκεύασμα κι ότι
ο Πλουμπίδης - που συνελήφθηκε αργότερα και εκτελέστηκε – ζει τάχα στο εξωτερικό.
Μετά τη δήλωση του Ζαχαριάδη, ο Μπελογιάννης και η σύντροφός του Έλλη Παππά δεν προχωρούν σε αίτηση αναψηλάφησης της δίκης.
Ο πρόσφατος θάνατος της συντρόφου του Νίκου Μπελογιάννη Έλλης Παππά είναι σίγουρο οι θα διαταράξει τα λιμνάζοντα νερά. Είχε αφήσει την πολιτική της διαθήκη και αλλά στοιχεία στο μουσείο Μπενάκη με τον όρο ότι θα ανοιχτούνε μετά τον θάνατό της.
Η περίοδος εκείνη είναι θολή για πολλούς και για τους κυνηγούς και για τους κυνηγημένους. Τα νέα στοιχεία θα πρέπει να εξεταστούν με προσοχή χωρίς εμπάθεια και προσωπικές κόντρες ώστε να φωτιστεί η αλήθεια για την πρόσφατη ιστορία του τόπου μας.




Συ μας έμαθες, πώς πρέπει να ζούμε
πώς, μ’ αξιοπρέπεια, να πεθαίνωμε.
Μ’ αυτό το γαρούφαλλο σαν με το κλειδί
άνοιξες την πόρτα της Αθανασίας 
Με το χαμόγελό σου φώτισες τον κόσμο όλο
για να κατέβει η νύχτα στη γη.

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023

ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΕΝΑ ΤΟΠΙΟ

 ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΕΝΑ ΤΟΠΙΟ



Μωρή κοντούλα λεμονιά,
Με τα πολλά λεμόνια, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.

Πότε μικρή, μεγάλωσες;
Κι έγινες για στεφάνι, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.

Χαμήλωσε, τους κλώνους σου,
να κόψω ένα λεμόνι, Βησσανιώτισσα,
Σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.

Για να το στύψω να το πιω,
να μου διαβούν οι πόνοι, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
«Μια εικόνα. Ένα τοπίο που, όσος καιρός κι αν πέρασε, λειτουργεί μέσα μου μουσικά.
Έχει ρυθμό, αναπτύσσεται στο χρόνο... Ψάχνοντας τότε, το '69, για το χωριό της "Αναπαράστασης", βρέθηκα σ' ένα χωριό ψηλά στα Ζαγόρια.
Νοέμβρης μήνας με ψιλόβροχο. Μαύριζε η γκρίζα πέτρα από νερό.
Πένθιμες γυναικείες φιγούρες χάνονταν στα ερείπια. Μια γέρικη φωνή τραγουδούσε στο έρημο καφενείο: "Μωρή κοντούλα λεμονιά...".
Στάθηκα εκεί στην άκρη. Η φωνή ράγισε κι έσπασε έπειτα από λίγο.
Έμεινε το τοπίο με τη βροχή. Έμεινα κι εγώ. Αυτό θα 'παιρνα μαζί μου».
∆εν ξέχασα τίποτα

Περπατούσε στις γραμμές του τρένου με ένα δισάκι στους ώμους, αυτή ήταν όλη του η περιουσία.
Και πολλές μνήμες, που τις ένιωθε σαν σιδερογροθιά στο στομάχι.
Το μελαγχολικό βλέμμα της Ηλέκτρας Αποστόλου, το χαμόγελο του Νίκου Μπελογιάννη την ώρα
της εκτέλεσης, τον ήχο της θάλασσας, την μυρωδιά των ανθών της λεμονιάς.
Οι συνταξιούχοι κομμουνιστές και τα επαγγελματικά στελέχη είχαν επηρεαστεί από τα καινούργια οικονομικά μέτρα. Οι περικοπές τούς είχαν κοστίσει.
Οι μπάτσοι κοπανιόντουσαν μεταξύ τους. Οι δάσκαλοι λιποθυμούσαν στις τάξεις από τη στέρηση και οι φασίστες αυξάνονταν……»

Όλα είναι στη θέση τους, τακτοποιημένα κατά σειρά,
περιμένοντας το χέρι να διαλέξει·
µόνο δεν μπόρεσα να βρω τα παιδικά χρόνια,
µήτε τον τόπο όπου γεννήθηκε ο ήρωας του δράματος.
Όλα τ’ άλλα, να τα:
οι προσωπίδες για τα τρία κύρια συναισθήματα,
τα παραπετάσματα, τα φώτα,
τα σκοτωμένα παιδιά της Μήδειας,
το φαρμάκι και το μαχαίρι.
Τα λόγια, τα θυμάσαι, που αρχίζουν:
Αρκείτω βίος! Ιώ! Iώ!
Αυτός είναι ο διακόπτης των μικροφώνων.
Θα σ’ ακούσουν ως τα πέρατα του κόσμου.
Eµπρός, προβολέα! Καλή τύχη!

…Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο, που θα’ πεφτε μπροστά του να τελειώνει.
Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε,
που ήταν ένα αιώνιο παιδί.
Τότε, μ᾿ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντας του το χέρι, για να κρατηθούν, πιο στέρεα, πάνω απ᾿ τ᾿ όνειρο.
Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δύο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες...ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.

Βρέθηκε νεκρός 50 μέτρα παρακάτω, στα ανατολικά βρίσκεται (ξεχασμένος από τους πάντες) ο τάφος του Θεμιστοκλή.
"Ξέρεις κάτι... H Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Και πεθαίνει... Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα να πεθάνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ, και κάνει πολύ θόρυβο. Μωρή φύση μόνη σου είσαι, μόνος μου είμαι και εγώ. Πάρε ένα μπισκότο

Κάποτε συλλογίζομαι πως όλα τούτα εδώ που γράφω
δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα τους
φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι.
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών.
Καιρός να ετοιμάσεις τις τρεις βαλίτσες —
τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ' ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις.
Εγώ, τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη,
θα ξανακοιτάξω τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα 'ναι το τελευταίο


«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά
Κι έπειτα δεν μου ανήκει
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι"
Εγώ δε...ν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε
Ότι δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία».


Χρησιμοποίησα αποσπάσματα ποιημάτων των Τάσου Λειβαδίτη, Γιώργου Σεφέρη,
Γιάννη Ρίτσου και Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Κείμενα Μισέλ Φάις, Κώστα Ταχτσή, Θόδωρου Αγγελόπουλου, Τάκη Πολίτη

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ



            ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ



Είδα τα καλυτέρα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ’ την τρέλα,
λιμασμένα υστερικά γυμνά,
να σέρνονται μες απ’ τους νέγρικους δρόμους την αυγή
γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση
φτωχοί και κουρελήδες με βαθουλωμένα μάτια,
που φτιαγμένοι ξενυχτούσαν στο υπερφυσικό σκοτάδι
παγωμένων διαμερισμάτων,
αρμενίζοντας πάνω απ’ τις κορφές των πόλεων
αφοσιωμένοι στη τζαζ,
που άνοιγαν το μυαλό τους στα Ουράνια
κάτω απ’ τον εναέριο σιδηρόδρομο
και βλέπανε αγγέλους μουσουλμάνους τρεκλίζοντας
φωτισμένοι σε ταράτσες λαϊκών πολυκατοικιών
που αποβλήθηκαν απ’ τις Ακαδημίες γιατί ήσαν λέει τρελοί
κι εξέδιδαν άσεμνες ωδές στα παράθυρα της νεκροκεφαλής
που τρέμανε σ’ αξύριστα δωμάτια με τα εσώρουχα,
καίγοντας τα λεφτά τους σε καλάθια αχρήστων
και στήνοντας τ’ αυτί στον Τρόμο μεσ’ απ’ τον τοίχο
μπουρδολογώντας ουρλιάζοντας ξερνοβολώντας ψιθυρίζοντας
γεγονότα και μνήμες κι ανέκδοτα και πλάκες που σπάσανε
και σοκ νοσοκομείων και φυλακών και πολέμων
ολόκληρες διάνοιες που ξεράστηκαν με απόλυτη ακρίβεια
επτά μέρες και νύχτες με μάτια που άστραφταν,
κρέας για τη Συναγωγή πεταμένο στο πεζοδρόμιο
που έκαναν τρύπες από τσιγάρο στα μπράτσα τους
διαμαρτυρόμενοι για τη ναρκωτική καταχνιά του ταμπάκου
του καπιταλισμού
που έσπασαν κλαίγοντας σε λευκά γυμναστήρια γυμνοί
και τρέμοντας μπροστά στις μηχανές άλλων σκελετών
που βήχανε στον έκτο όροφο στεφανωμένοι με φλόγα
κάτω απ’ το φυματικό ουρανό
πλαισιωμένοι από πορτοκαλιά σαράβαλα θεολογίας
που ορνιθοσκαλίζανε όλη νύχτα ροκεντρολλάροντας
ανυπέρβλητες επωδές
που στο κίτρινο πρωινό ήταν στροφές ασυναρτησιών
που μαγείρεψαν σάπια ζώα πνευμόνια καρδιές πόδια ουρές
κάνοντας όνειρα για το αγνό βασίλειο των φυτών
που χωθήκανε κάτω από φορτηγά–ψυγεία κρεάτων
ψάχνοντας για ένα αυγό
που πέταξαν τα ρολόγια τους από την ταράτσα
για να ρίξουν την ψήφο τους υπέρ της αιωνιότητας
έξω απ’ τον Χρόνο, και ξυπνητήρια πέφτανε στα κεφάλια τους,
καθ’ όλη την επόμενη δεκαετία,
που κόψανε τις φλέβες τους τρεις φορές συνέχεια ανεπιτυχώς
το πήρανε απόφαση
και αναγκάστηκαν να ανοίξουν μαγαζιά με αντίκες
όπου νιώθαν πως γερνούν και κλαίγανε
και γύρισαν μετά από χρόνια στ’ αλήθεια φαλακροί
αλλά μ’ ένα ματωμένο κεφάλι και τα δάκρυα
και τα δάχτυλα, στην ολοφάνερη καταδίκη της τρέλας
των θαλάμων των τρελών πόλεων
που στα δυσώδη δωμάτια λογομαχώντας με τους αντίλαλους της ψυχής
χορεύοντας ροκ στις μεσονύχτιες παντέρημες εκτάσεις της αγάπης,
ένα όνειρο ζωής ένας βραχνάς σώματα που γινήκαν πέτρα
Βαριά σαν το φεγγάρι.

ΑΛΛΕΝ ΓΚΙΝΣΜΠΕΡΓΚ


ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

Σε ένα επαρχιακό καφενείο μαζεύονται συνταξιούχοι μπάτσοι, επίδοξοι ρουφιάνοι, αρουραίοι, μύγες και ταξικοί αποστάτες. Συζητούν κοντόφθαλμα σχέδια για μεγάλες προσδοκίες.
Πώς μπορούν να έχουν μεγάλες προσδοκίες με κοντόφθαλμα σχέδια;
Πού πάτε ρε, ξυπόλυτοι στα αγκάθια;
Χωρίς θόρυβο, χωρίς έκρηξη, χωρίς δυναμική, χωρίς ταξική συνείδηση;
Ο Ηράκλειτος είχε δίκιο. Ήταν όλοι τους ηλίθιοι και ένιωθε απομονωμένος.
Η ωραία Ελένη ήταν άντρας και η Τάμτα Αλβανή.
Η Άντζελα είχε συγκρουστεί με αστικό λεωφορείο.
Και ο Κιμ ήταν οπαδός του Τραμπ.
Η εξειδίκευση στην εκπαίδευση παράγει κουρδισμένους. Δημιουργεί ειδικότητες και όχι προσωπικότητες και η παιδεία χάνεται στη στροφή.
Ο φίλος από τη Γεωργία, μου ’φερε χθες μια κούπα του καφέ από την πατρίδα του.
Απεικονίζει τον χάρτη της Σοβιετικής Ένωσης. Ο σύντροφος Στάλιν δηλώνει με σοβαρότητα
και ευθύνη στον σοβιετικό λαό, που απειλείται από τους Γερμανούς ναζί, «ούτε ένα βήμα πίσω». Ξανά, ξανά, ξανά. «Ούτε ένα βήμα πίσω».
Πόσα βήματα προς τα πίσω έχετε κάνει τα τελευταία χρόνια;
Τόσο πίσω, που θα καταντήσετε πισωγλέντηδες;
Απομονωμένοι από τον λαό, γκαρίζοντας φάλτσα συνθήματα, αφήνοντας χώρο για να επωφεληθούν κάθε λογής αιρετικοί, από τους συνταξιούχους μπάτσους και τους επίδοξους ρουφιάνους μέχρι τους ταξικούς εχθρούς και τους ταξικούς αποστάτες.


Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023

ΤΡΙΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ

      

                      ΤΡΙΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ


ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

ΤΡΙΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ

Μπορείς να δεις από τη λεωφόρο
Την παγκόσμια κρίση της βροχής
Και κάπου εκεί στο πλήθος να σέρνεσαι
Στην παγκόσμια κρίση της αβεβαιότητας

 

 ΠΤΩΣΗ

Κατέρρευσε το όνειρο
Σαν πέσαμε τα τείχη
Κι η νύχτα έγειρε κι αυτή
Μες τα αναφιλητά της
Το μόνο που χαρίσανε
Στη σκοτεινιά της Δύσης
Αλκοολικούς, ψυχασθενείς
Πουτάνες σε μπαράκια






Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΒ ΒΙΒΛΙΟ

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΒ ΒΙΒΛΙΟ

ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΠΟΛΙΤΗ






ΣΤΗΝ Ι
Όταν ο μικρός ανεμόμυλος του φυλακισμένου
γίνεται ποίημα
κι όταν το κλεμμένο ποίημα γίνεται ψέμα,
δεν σου μένει τίποτε άλλο
από το ν’ αφήσεις τα σπίρτα
να γυρίσουν στην αρχική τους θέση
και να παίξουν το ρόλο τους ξανά.


ΑΤΙΤΛΟ
Αισθάνομαι σαν γλύπτης
που επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις
για να σε διαμορφώσει.
Όμως οι δυνάμεις μου εξασθενούν
και το μόνο παρήγορο
είναι το αποτέλεσμα
στη μορφή της πέτρας


ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ
Η βροχή έσχιζε στα δυο τον ορίζοντα
και εγώ μοναχός
στο κλουβί της συμφιλίωσης
ονειρευόμουν ξυπνητός
πως σε είχα ξεχάσει….


ΓΛΥΚΟ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ
Μαύροι κύκλοι
τεχνητά σκοτάδια
στο βινύλιο
Πρόστυχοι στίχοι
χαραγμένοι κάτω
απ’ την κοιλιά σου
Χαραγμένα αυλάκια
ρόδες ποδηλάτου
ροδοπέταλό μου
Ξεχασμένο γάντι
στο συρτάρι μου…..


ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Θα πιω κανένα ντούζικο και θα χορεύω
Και θα χτυπάς τα κουταλάκια στον ζεϊμπέκικο
Σαν θα δακρύζω απ’ της χλιδής το μπανιστήρι
Των γλαστρανθρώπων της μικρής μας κόλασης


ΑΠΟΓΝΩΣΗ
Άνοιξα το παράθυρο
Και είδα ασθενοφόρα
Πλησίαζε η ώρα
Κι εγώ ο χαζός στηρίχτηκα
Σε σάπιο σκαλοπάτι
Κάνε δικιά μου κάτι…


ΦΟΒΗΘΕΙΤΕ!
Γιατί στην προηγούμενη ζωή μου
ήμουν λυκάνθρωπος
Φοβηθείτε!
Γιατί στο παρελθόν
ήμουν ελεύθερος
Φοβηθείτε!
Γιατί συνεχίζω να νοιώθω
ελεύθερος λυκάνθρωπος


ΓΕΝΕΘΛΙΑ
Σήμερα ξεσκέπασα το πρόσωπό μου
απ’ το λευκό σεντόνι που το σκέπαζε
κι αυτό που φάνηκε δεν έλαμψε
στο φως σκοτείνιασαν τα δάκρυα
τη σκέψη σκέπασε η θλίψη
και έμειναν άφωνοι και λύγισαν
και οι δώδεκα μαθητές μου


ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
Στις μέρες του αυτόκτονος καιρού
στους δρόμους του Ταύρου περπάτησα
μουγκρητό και πόνο άκουσα
Ο ήλιος άρρωστος και μόνος
στενάζει που δεν μπόρεσε να μπει
απ’ τα παράθυρα που με κάγκελα σφράγισαν,
οι εκμεταλλευτές της μοναξιάς
και της ανθρώπινης συνήθειας


ΟΝΕΙΡΟ (ΕΦΙΑΛΤΗΣ)
Πετάνε πάσα το όνειρό μου
κι ο θάνατος στο πρόσωπό μου
μια μεταφυσική μετάλλαξη
Μα κάποια μέρα
διάττοντα αστέρα
θα βρω στο όνειρο μου
Διπλό σκαλοπάτι
θα στρώσω κρεβάτι
και εκεί θα κουρνιάσω

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

 

  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ




Μάνα μου,
εγώ είμαι τ’ άμοιρο
το σκοτεινό τρυγόνι
όπου το δέρνει ο άνεμος
βροχή που το πληγώνει…
Το δόλιο όπου κι αν στραφεί
απ’ όπου κι αν περάσει
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί
κλωνάρι να πλαγιάσει…
Εγώ βαρκούλα μοναχή
βαρκούλα αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό
σε θάλασσα αφρισμένη…
Παλεύω με τα κύματα
χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα
πλην την ευχή σου μόνη…


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Με ευκαιρία τα εκατό χρόνια από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του μεγάλου συγγραφέα, του ποιητή, του λόγιου, του δάσκαλου, του λιτού, του αγνού, του ηθικού, του πάντα επίκαιρου, κάνω μια απόπειρα όχι για να παρουσιάσω το έργο του μπαρμπα-Αλέξανδρου, αλλά πιο πολύ τη στάση ζωής ενός σεμνού και ντροπαλού ανθρώπου που δεν τον ενδιέφεραν τα υλικά αγαθά αλλά η ανάδειξη του ήθους, της αγνότητας της ψυχής, της τέχνης και του πνεύματος.
O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις, που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Έζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη. Μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ένας Έλληνας μποέμ.
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ήταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμάντιου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά -ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά. Του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει. Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του. Θα πάνε μαζί στο Άγιον Όρος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι.
Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά.
Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς. Όσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους Έλληνες πεζογράφους: Δ. Χατζής, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Χρ. Μηλιώνης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας κ.α.
Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέτα με ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα, ξεθωριασμένο ημίψηλο, με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα, ένα είδος κολάρου, συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν, είμαι ο εαυτός μου».Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη.
Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.
Γράφει και μεταφράζει συνέχεια για να μπορεί να ζει. Το 1909 θα γυρίσει στο νησί του. Θα αρρωστήσει και θα πεθάνει το βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911.
Έζησε μοναχικός, ανέραστος, πάσχων.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

ΕΛΑ...ΑΛΕΚΟ!

 

          ΕΛΑ… ΑΛΕΚΟ!



Βαρέθηκα τη μίζερή μου φύση
κανένας πια δε λέει να ξεκουνήσει
κανένας πια δε λέει να ξεκουνήσει
αναμφιβόλως
δε με χωράει ο τόπος ρε παιδιά.

Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια,
τα δάκρυα να κάνω μπιχλιμπίδια,
τα λόγια, μοναχά, μας απομείναν κι οι θεωρίες
στην πράξη μας χαλάνε οι θεσμοί.

Βαρέθηκα να λέω πως θα αλλάξει
το σύστημα μας έχει επιτάξει
απόκληρα απομείναμε πουλάκια
κυνηγημένα
με ξεπουπουλιασμένα τα φτερά

Βαρέθηκα κι αυτό το μονοπάτι
ακόμα και σαν βρω κάνα κομμάτι
πώς είναι δυνατό να μαστουριάζεις
εξήγησέ μου
άμα σου περιφράξαν την καρδιά.

Συνέχεια μου έρχεσαι από πίσω
δεν έχω πια το σάλιο να σε φτύσω
πώς γίνεται στον ένα παλαβιάρη
εξήγησέ μου
κουτόχορτο χιλιάδες να βοσκάν.
Πώς γίνεται στον κάθε παλαβιάρη
κουτόχορτο χιλιάδες να βοσκάν.

                      ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ


ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Είμαι ο Αλέκος και παίρνω από άσυλο. Στέλνω την καλημέρα μου στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον πρωθυπουργό, στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και στον θεράποντα γιατρό μου.
-Μα καλά… αυτός δεν πέθανε;
Η φιλαρμονική βάραγε τον ύμνο της 4ης Αυγούστου αλαφριά διασκευασμένο.
Τα βλαχαδερά στους επισήμους τεντωνόντουσαν με καμάρι.
-Πίσω βλάχοι … στα χωριά σας…
Οι Τούρκοι μπήκαν, σκότωσαν και έφυγαν.
Η κοινή γνώμη δεν ξέρει τι της γίνεται και οι υπερδυνάμεις ποντάρουν στον θάνατο.
Οι μετανάστες εξακολουθούν να πνίγονται στη θάλασσα και να βασανίζονται στη στεριά.

-Η κοινή γνώμη μια κοινή μια πόρνη
Μια παλιοπουτάνα θλιβερή


Ο πληθυσμός των ανάδελφων μειώνεται συνεχώς και νέα ήθη θα καθιερωθούν στην σύγχρονη Ελλάδα.
Ξάφνου μια θεατρική ομάδα βραχυκυκλώνει, ξεκουρδίζεται μέσα στην αρμονική παρέλαση
της 28ης Οκτωβρίου, χάνει τον βηματισμό της και κάνει άναρχες και απείθαρχες φιγούρες.

-Τα μπούτια σου Μαρία
σκοπιά καψιμί αγγαρεία

Και σας, τι σας πείραξε υποκριτές;
Ότι η γη γυρίζει;
Όσοι πήγαν να σας σώσουν, τους σταυρώσατε.
Καταραμένε… όχλε που θες να έχεις και άποψη.
Ο ύμνος της 4ης Αύγουστου δεν σας πείραξε;
Το ότι τρώει ο κόσμος απ’ τα σκουπίδια δεν σας πείραξε;
Το ότι μεταμορφωθήκατε σε ρινόκερους δεν σας πείραξε;
Η εγκληματικότητα των ανήλικων δεν σας πείραξε;
Θλιβερέ και άχαρε όχλε. Ο Joker σε πείραξε.

-Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται.

Είχα τα νεύρα μου για αυτό που είδα όμως η επιστολή των κοριτσιών στις εφημερίδες
με έκανε να χαμογελάσω…
«Στρατιωτάκια ακούνητα, μέρα ή νύχτα;
Στρατιωτάκια ακούρδιστα, μέρα ή νύχτα;
Πώς στα παιδικά παιχνίδια εμπλέκονται οι αρχηγοί, οι στρατοί και τα στρατιωτάκια τους;
Στρατοί που κάνουν πολέμους, βομβαρδισμούς, επεμβάσεις.
Και εμείς επέμβαση εκτάκτου ανάγκης κάναμε αλλά χωρίς την παραμικρή άσκηση βίας.
Καλλιτεχνική επέμβαση, κάτι σαν παιχνίδι.
Υπήρξαμε για λίγο στρατιωτάκια που αρχίζουν να ξεκουρδίζονται, να βραχυκυκλώνουν
απέναντι στις διαταγές, τα παραγγέλματα, τα εμβατήρια. ίσως γιατί πλέον δεν μας πείθουν οι ιδέες που ενσαρκώνονται σε όλα αυτά.
Τι κοινό μπορεί να ’χει ο μιλιταρισμός με την ελευθερία;
Τι σχέση μπορεί να ’χει η υπεράσπιση της ελευθερίας ενός λαού με τον πατριωτισμό που διδασκόμαστε από μικρά παιδιά; Στα σχολεία, στις παρελάσεις, παντού.
Ο πόλεμος του ανθρώπου για την ελευθερία του δεν είναι έπος ούτε τραγωδία.
Είναι η ίδια η ζωή εν κινήσει. Κίνηση που δεν μπορεί να ελεγχθεί και να μπει σε καλούπια.
Γι' αυτό και εμείς μπήκαμε στην παρέλαση ακαλούπωτοι...
Υπό την πνευματική μπαγκέτα του μεγάλου στρατάρχη της αγγλικής κωμωδίας,
John Cleese και όσων μας έχουν διδάξει οι Monty Python. Με το δικό μας silly walk και ρυθμό.
Στα μάτια των επισήμων και πολλών θεατών, είδαμε την περιέργεια, την έκπληξη αλλά και την υποτίμηση. Άλλοι μας γιούχαραν, άλλοι μας πέρασαν για «προβληματικά παιδιά».
Αυτά ακριβώς είναι τα όρια του πατριωτισμού τους.

Η πατρίδα των κανονικών, των προβλέψιμων, των άριστων.
Εμείς ήρθαμε από άλλες πατρίδες. Τις πατρίδες των περιττών, των απρόβλεπτων,των ζωντανών. Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί ελευθερίας, λοιπόν.