Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΕΝΑ ΤΟΠΙΟ


           ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΕΝΑ ΤΟΠΙΟ
Μωρή κοντούλα λεμονιά,
Με τα πολλά  λεμόνια, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.


Πότε μικρή, μεγάλωσες;
Κι έγινες για  στεφάνι, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.

Χαμήλωσε, τους κλώνους σου,
να κόψω ένα  λεμόνι, Βησσανιώτισσα,
Σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.

Για να το στύψω να το πιω,
να μου διαβούν οι πόνοι, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
«Μια εικόνα. Ένα τοπίο που, όσος καιρός κι αν πέρασε, λειτουργεί μέσα μου μουσικά.
 Έχει ρυθμό, αναπτύσσεται στο χρόνο... Ψάχνοντας τότε, το '69, για το χωριό της «Αναπαράστασης», βρέθηκα σ' ένα χωριό ψηλά στα Ζαγόρια. Νοέμβρης μήνας με ψιλόβροχο. Μαύριζε η γκρίζα πέτρα από νερό. Πένθιμες γυναικείες φιγούρες χάνονταν στα ερείπια. 
Μια γέρικη φωνή τραγουδούσε στο έρημο καφενείο: «Μωρή κοντούλα λεμονιά...».
Στάθηκα εκεί στην άκρη. Η φωνή ράγισε κι έσπασε έπειτα από λίγο.
Έμεινε το τοπίο με τη βροχή. Έμεινα κι εγώ. Αυτό θα 'παιρνα μαζί μου».     
∆εν ξέχασα τίποτα

Περπατούσε στις  γραμμές του τρένου με ένα δισάκι στους ώμους, αυτή ήταν όλη  του 
η περιουσία.  Και πολλές μνήμες, που τις ένιωθε σαν σιδερογροθιά στο στομάχι.
Το μελαγχολικό βλέμμα της Ηλέκτρας Αποστόλου, το χαμόγελο του Νίκου Μπελογιάννη 
την ώρα της εκτέλεσης, τον ήχο της θάλασσας, την μυρωδιά των ανθών της λεμονιάς.
Οι συνταξιούχοι κομμουνιστές και τα επαγγελματικά στελέχη είχαν επηρεαστεί από τα καινούργια οικονομικά μέτρα. Οι περικοπές τούς είχαν κοστίσει.
Οι μπάτσοι κοπανιόντουσαν μεταξύ τους. Οι δάσκαλοι λιποθυμούσαν στις τάξεις 
από τη στέρηση και οι  φασίστες αυξάνονταν……»

Όλα είναι στη θέση τους, τακτοποιημένα κατά σειρά,
περιμένοντας το χέρι να διαλέξει·
µόνο δεν μπόρεσα να βρω τα παιδικά χρόνια,
µήτε τον τόπο όπου γεννήθηκε ο ήρωας του δράματος.
Όλα τ’ άλλα, να τα:
οι προσωπίδες για τα τρία κύρια συναισθήματα,
τα παραπετάσματα, τα φώτα,
τα σκοτωμένα παιδιά της Μήδειας,
το φαρμάκι και το μαχαίρι.
Τα λόγια, τα θυμάσαι, που αρχίζουν:
Αρκείτω βίος! Ιώ! Iώ!
Αυτός είναι ο διακόπτης των μικροφώνων.
Θα σ’ ακούσουν ως τα πέρατα του κόσμου.
Eµπρός, προβολέα! Καλή τύχη!

…Ζούσε την  τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο, που θα’ πεφτε μπροστά του να τελειώνει. Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε, που ήταν ένα αιώνιο παιδί.
Τότε, μ᾿ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντας του το χέρι, για να κρατηθούν, πιο στέρεα, πάνω απ᾿ τ᾿ όνειρο.
…Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δύο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες,…ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.

Βρέθηκε νεκρός  50 μέτρα παρακάτω, στα ανατολικά βρίσκεται (ξεχασμένος από τους πάντες) ο τάφος του Θεμιστοκλή.
"Ξέρεις κάτι... H Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. 
Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. 
Και πεθαίνει...  Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα να πεθάνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ, και κάνει πολύ θόρυβο.
Μωρή φύση μόνη σου είσαι, μόνος μου είμαι και εγώ. Πάρε ένα μπισκότο

Κάποτε συλλογίζομαι πως όλα τούτα εδώ που γράφω
δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα τους
φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι.

Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών.
Καιρός να ετοιμάσεις τις τρεις βαλίτσες -
τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα -
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε

παρ' ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις.
Εγώ, τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη,
θα ξανακοιτάξω τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα 'ναι το τελευταίο

«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά
Κι έπειτα δεν μου ανήκει
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι"
Εγώ δε...ν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε
Ότι δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία».

Χρησιμοποίησα αποσπασματα ποιημάτων  των Τάσου Λειβαδίτη, Γιώργου Σεφέρη,
Γιάννη Ρίτσου και Θόδωρου Αγγελοπούλου.
Κείμενα Μισέλ Φάις, Κώστα Ταχτσή, Θόδωρου Αγγελόπουλου


Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

ΜΑΚΡΙΑ ΚΑΙ ΑΛΑΡΓΑ


           ΜΑΚΡΙΑ ΚΑΙ ΑΛΑΡΓΑ
       Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου
στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα
μια κίνηση πάντα σα να’ θελα να προφυλαχτώ από ’να χτύπημα
δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,
η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολομόναχος,
κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια,
όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.
Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.
                                                                                              ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Χθες το βράδυ είδα στο όνειρό μου τον Κούλη μεταμφιεσμένο σε Σωτηρία Μπέλλου
να τραγουδάει με στόμφο το «Με αεροπλάνα και βαπόρια».
Τον Κουτσούμπα να σέρνει με μια αλυσίδα μια μαϊμού κνίτη και να βαρούν την ενάτη 
του Μπετόβεν (σε ρε ελάσσονα) με κλαρίνα 500 γύφτοι απ’ την Αγια- Βαρβάρα.
Έψαξα στον ονειροκρίτη και δεν βρήκα τίποτα που θα μπορούσε να με βοηθήσει.
Ο Αστέρας Τρίπολης είχε χάσει από την Λάρισα με 3-2 στον πρώτο αγώνα κυπέλου, 
στο χιονισμένο «χωράφι» του AEL FC Arena.
Η πολιτιστική επανάσταση δεν ολοκληρώθηκε. Δεν πραγματοποίησε τους στόχους της. 
Δεν έγιναν οι πρέπουσες εκκαθαρίσεις. Παρέμειναν υπολείμματα που δυνάμωσαν 
και αναδιπλώνονται. Από παντού ξεφύτρωναν φασίστες κάθε λογής…
Κι αυτή πήρε το χρίσμα και εξασφάλισε δωρεάν αφισοκολλητές και ντουντούκες 
για να την κάνουν δημοτική σύμβουλο.
Εκεί θα εκφράζει τις δημοκρατικές της ανησυχίες, αυτές που θα της υποδεικνύει το κόμμα 
και η καθοδήγηση και θα μοστράρει με ύφος επαναστατικό στο φακό των ηλεκτρονικών εφημερίδων και των έντυπων.
Και το παιδί που πείνασε; Και το παιδί που κρυώνει; Κι ο άνεργος;
Κι ο Παύλος Φύσσας; Κι ο Ζακ Κωστόπουλος; Τι σημασία έχει… Πάνω απ’ όλα το κόμμα!
Κι άσε τους άλλους να κουρεύονται. Δεν είναι για όλους η ουράνια βασιλεία…
Ευχαριστώ τους χιλιάδες φίλους από το facebook και τους χιλιάδες επισκέπτες μου στο blog, 
από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, που μου συμπαραστάθηκαν δυναμικά, όταν δέχτηκα ύπουλη δολοφονική επίθεση από αντιδημοκρατικά ανδρείκελα, την Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου του 2018.

Αριστεριτζήδες πυροσβέστες
εργατοπατέρες του λαού
λοβοτομημένες μαριονέτες
του υπαρκτού του σουρεαλισμού
Απ’ του Άρη τα ένδοξα τα χρόνια
στους χιλιαστές του Περισσού
με τις ξύλινες καταγγελίες
του κοινοβουλίου η μαϊμού
Με τις κρατικές επιδοτήσεις
τους μισθούς ντροπής των βουλευτών
πλάι πλάι μαζί με χρυσαυγίτες
ορντινάτσα των καπιταλιστών
Απ’ της Βάρκιζας την κωλοτούμπα
που έδωσε τα όπλα στα σκυλιά
οι σφραγιδοκράτες νταβατζήδες
κοροϊδεύουνε την εργατιά.*

* ΤΖΙΜΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ   ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ





Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΜΑΛΑΚΑ


             ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΜΑΛΑΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Προσπάθησαν να με σκοτώσουν μέσα στον ίδιο μου τον χώρο οι μαϊμούδες.
Οι παρακρατικοί, οι εγκάθετοι, τα λείψανα του παρελθόντος, οι ειδωλολάτρες,
τα φαντάσματα, οι ψυχασθενείς, οι άρρωστοι, οι αμόρφωτοι, τα σκουλήκια…
Ο αρχηγός τους για να δικαιολογήσει το μισθό του στο ελληνικό κοινοβούλιο απεύθυνε χαιρετισμό στον ελληνικό λαό: «Εύχομαι να ζήσουμε σε μια κοινωνία χωρίς πεινασμένους 
και χωρίς πολέμους»
«Πάνω από όλα υγεία» που λέει και ο καλός μου γείτονας.
Μια ευχή χωρίς κόστος, έτσι για τις εντυπώσεις. Μ’ άλλα λόγια να αγαπιόμαστε…
Αφιερώνω τέσσερα ποιήματα στα νεοσύστατα φυτά και στους βρικόλακες του μέλλοντος…


Καληνύχτα, 
άλλη μια μέρα χαλάλι
 

πέφτει δίπλα
 

στο γυρτό σου κεφάλι
 

τα μάτια σου βαριά
 

περιμένουν τ’ όνειρό σου
 

τάχαμου, τάχαμου
 

το δρόμο για το λυτρωμό σου
 

ξεφορτώσου
 

ό, τι νομίζεις κακό
 

όσο κοιμάσαι η ρουτίνα
 

παύει να `ναι ριζικό
 

κι οι φόβοι σου
 

εκεί δείχνουν μονιασμένοι
 

με τη λαχτάρα σου, τη στοιχειωμένη
 

σφίξε καλά το φως
 

το φυλαχτό σου
 

είναι περίσσεμα
 

απ’ το πιο καλό όνειρό σου
 
είναι το ξέπλυμα 
εκείνου απ’ τις τύψεις
 

είναι ό,τι έχασες
 

κι ό,τι θα κρύψεις
 


Καληνύχτα μαλάκα...
η ζωή έχει πλάκα 
Καληνύχτα μαλάκα...
η ζωή έχει πλάκα 

Καληνύχτα μαλάκα...
 

ενός φίλου η ατάκα
 

μιας και ξέμεινα απόψε
 

του την έκανα τράκα
 

Η ζωή έχει πλάκα...
 

έτσι είναι Σωκράτη
σε τρώει όλη τη μέρα
τη νύχτα θέλει κρεβάτι
σε γεννάει, σε γερνάει
σου χαρίζει στιγμές
σε ξεχνάει, σε ξερνάει
σε γεμίζει ρωγμές
Γέλα ρε, δεν βαριέσαι
όλα είναι συνήθειο
μην δακρύσεις, γιατί...
θα σε πάρουν για ηλίθιο 
Καληνύχτα μαλάκα...
 

μοναχά να θυμάσαι
 

αύριο πρωί
 

το ίδιο μαλάκας πως θα `σαι
 


καληνύχτα μαλάκα...
η ζωή έχει πλάκα 
καληνύχτα μαλάκα...
η ζωή έχει πλάκα

                     B.D FOXMOOR



Πώς να κοπάσει ετούτη η τρικυμία 
τα κύματά της με καταζητούνε
φορούν οι φίλοι πορφυρό μανδύα
 

με ρούμι οι βοριάδες με κερνούνε
 


Στον όλμο εκεί υπνοβάτης βλαστημάει
 

και τρώει ένα κουλούρι σκεφτικός
έφυγε απ’ την καρδιά μου ο πανικός
 

και γελαστός την πόρτα μου χτυπάει

Άλογο ατίθασο μακριά με φέρνει
 

στων κυνηγών του χρόνου την αυλή
 

ο πυρετός τους την ζωή μου παίρνει
 

και τ’ άλογό μου τρέπει σε φυγή

Η τρικυμία ποτέ δε θα σβηστεί
 

για μιαν ανεξιχνίαστη αιτία
 

καρφώθηκα σε όμορφη εξορία
 

το πέλαγο καρφί μου και σφυρί

Πώς να κοπάσει ετούτη η τρικυμία 
τα κύματά της με καταζητούνε
φορούν οι φίλοι πορφυρό μανδύα
 

με ρούμι οι βοριάδες με κερνούνε

                         ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ



 Ο χρόνος είναι κάτι απίθανα μακρύ
Υπήρξαν χρόνοι πάει περάσαν μυθικοί
Ούτε μπιλίνες ούτε έπη ούτε εποποιίες πια
Σαν τηλεγράφημα η στροφή πετά
Με φλογισμένα χείλη πιες γονατιστός
Απ’ το ποτάμι που το λένε γεγονός
Είν’ ο καιρός Που όλος βομβίσει σε τηλέγραφου χορδή
Είναι η καρδιά με την αλήθεια ίδιο μαζί

                                      ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

                                              

«Aς πιούμε στην υγειά των τρελών, των απροσάρμοστων, των επαναστατών, 
των ταραχοποιών.
Σε αυτούς που βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά, που δεν τιμούν τους κανόνες, 
που δεν σέβονται την τάξη...
Μπορεί να τους επαινέσεις, να διαφωνήσεις, να τους τσιτάρεις,
να δυσπιστήσεις, να τους δοξάσεις ή να τους κακολογήσεις.
Αλλά δεν μπορείς να τους αγνοήσεις.
Γιατί αλλάζουν πράγματα.
Βρίσκουν, φαντάζονται, βοηθάνε, ερευνούν, φτιάχνουν, εμπνέουν.
Σπρώχνουν μπροστά τα πάντα.
Ίσως, πρέπει να είναι τρελοί.
Πώς αλλιώς θα κοιτάξουν έναν άδειο καμβά και θα δουν έργο τέχνης;
Ή θα καθίσουν στη σιωπή και θ' ακούσουν τραγούδι που δεν έχει γραφτεί;
Εκεί που κάποιοι βλέπουν τρελούς, εμείς βλέπουμε μεγαλοφυΐες.
Γιατί οι άνθρωποι που είναι αρκετά τρελοί για να πιστεύουν ότι μπορούν
ν' αλλάξουν τον κόσμο, είναι αυτοί που στο τέλος το κάνουν».

                                                                                           JACK KEROUAC