Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΧΑΡΤΙΝΟ ΤΣΙΡΚΟ


              ΤΟ ΧΑΡΤΙΝΟ ΤΣΙΡΚΟ
  

( Η ζωή είναι μικρή για να `ναι θλιβερή μωρό μου...
Η ζωή είναι μεγάλη μην την κάνεις καρναβάλι)

Χάρτινο τσίρκο μόλις σε βρίσκω
γέλια σκεπάζουν κάθε αστείο μου λυγμό
Μέσα σου θέλω για πάντα να ζήσω
σαν τη σκιά στο πανηγύρι των σκιών

Ό,τι σκοτώνει τη δική μου χαρά
είναι μια φάρσα που με κόβει στα δύο
Με πιάνει απ’ το χέρι και με λόγια γλυκά
σαν παιδί μ’ οδηγάει στ’ όμορφό σου σφαγείο

Και να `μαι ξανά
σ’ ένα πλήθος που θυμίζει κάποιον άγνωστο φίλο
Κλωτσάω στα τυφλά
σαν παλιάτσος σκοντάφτω πάνω στο ίδιο θηρίο
που όλο μου λέει
πως η δικιά μου σκλαβιά ειν’ ένα χάρτινο τσίρκο
Με κάνει να κλαίω
και φαίνομαι αστείος, γίνομαι αστείος

Χάρτινο τσίρκο μόλις σε βρίσκω
κλαίω σαν άντρας σαν παιδάκι γελώ
Μέσα σου θέλω μια μέρα να σβήσω
σαν τον τρελό στο πανηγύρι των τρελών

Ό,τι ξυπνάει τη δική μου χαρά
ειν’ ένα όνειρο σπασμένο στα δύο
Ψηλά με κρατάει στη ζεστή του αγκαλιά
με πετάει ξαφνικά στο σκοτεινό σου ψυγείο

Και να `μαι ξανά
σ’ ένα πλήθος που θυμίζει κάποιον άγνωστο φίλο
Κλωτσάω στα τυφλά
σαν παλιάτσος σκοντάφτω πάνω στο ίδιο θηρίο
που όλο μου λέει
πως η δικιά μου σκλαβιά ειν’ ένα χάρτινο τσίρκο
Με κάνει να κλαίω
και φαίνομαι αστείος, γίνομαι αστείος...
                                                    
                                                                      ΤΡΥΠΕΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Στα χρόνια του κορονοϊού οι καλοί γίναν καλύτεροι και οι κακοί χειρότεροι.
Φύγαν όμως οι καλοί. Οι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης κατά του ναζισμού και του φασισμού μέσα στα νοσοκομεία και τα γηροκομεία της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας και άφησαν πίσω τους συμμορίες  ανηλίκων, τα κοντά, τα χοντρά, τα άσχημα, τα καθυστερημένα να προκαλούν, να φαλτσάρουν, να βαβουριάζουν και να υποβαθμίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη.
Δεν πέθανε ο ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ, εμείς πεθάναμε…
Η Αγγελοπούλου ξεκίνησε από την Αθήνα, έκανε μια στάση στο Ναύπλιο, μετά πήγε στα Καλάβρυτα και κατέληξε στο Μεσολόγγι. Από δω δεν πέρασε… Δεν την δελέασαν τα κολωνάκια;
Το χάρτινο τσίρκο αναπαράγεται με τους ίδιους κακομούτσουνους. 
Διαιωνίζεται και δεν αλλάζει με τίποτα. Μια θλιβερή επανάληψη και ξανά-ζανα-ζανα σε ένα ανούσιο και άχαρο σημειωτόν.

Πες τους τα, Τάσο…
Κι ἂν ἔφτασα τόσο μακριά, ἦταν γιὰ νὰ μὴν ἀκούσω ποὺ δὲ μοῦ ἀποκρίθηκαν κι ἄχ, πλανήθηκα πολὺ σὲ δρόμους, ἀκολουθώντας τοῦτο ἡ ἐκεῖνο, κληρονόμος μιᾶς ἀνεξήγητης ὥρας: 
τότε ποὺ ὅλα θὰ ἐξηγηθοῦν,……χωρὶς λόγια ἢ καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουμε καν — 
ὅταν, τέλος,ξαναγύρισα ἡ πόλη εἶχε λεηλατηθεῖ, τὰ βαγόνια ἀναποδογυρισμένα,……
ἡ ἐξέγερση ἦταν πιὰ παρελθὸν  κι ὅσοι ἀπόμεναν ὄρθιοι πυροβολοῦσαν ἀκόμα  γιὰ ἕνα φτωχὸ ἔπαθλο στὰ ὑπαίθρια σκοπευτήρια
……καὶ τὸ βράδυ «τί ὥρα εἶναι;» ρωτᾷς, «ὀχτώ» σου ἀπαντᾶνε, μὲ τέτοιες ἄθλιες βεβαιότητες 
ζοῦμε καὶ κανεὶς δὲν εἶδε τὸ ἔγκλημα — ἀφοῦ τὸ τέλειο ἔγκλημα ἔγινε……ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ 
πιὰ τίποτα νὰ συμβεῖ. Ὅμως ἐγὼ ὑπῆρξα ἀνυπόμονος σὰν κάποιον ποὺ ἀνοίγει τὴν ὀμπρέλα του 
σὲ καιροὺς ξηρασίας (ἴσως γιατί δὲ θέλει νὰ ξεχάσει),……ἢ κάποιον  ποὺ ντύνεται γυναῖκα 
γιὰ νὰ πεῖ ἕνα ψέμα ἀκόμα παιδικὸ — μὴ μ᾿ ἀδικεῖτε, λοιπόν, ἂν ἔκλεισα τὰ μάτια, 
ἦταν γιὰ νὰ ὑπερασπίσω τὸν κόσμο……ἢ θυμόμουν τὰ χέρια τῆς μητέρας καθὼς ἔβαζαν τὴ σκοῦπα πίσω ἀπ᾿ τὴ χαλαρωμένη πόρτα……— στερεώνοντας ἴσως κάτι πιὸ μακρινό,……
ἐνῷ τὸ κοιμητῆρι, ἀντίκρυ, θρόιζε ἁπαλά, σὰν τὸν σύντομο ἐπίλογο ἑνὸς μυστηρίου.