Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΒΡΟΧΗ

 

      ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΒΡΟΧΗ

(Ο Μεσσίας βούλιαξε στην πετρελαιοκηλίδα)

                                   


«Μα η μικρούλα του η καρδιά
-καρδιά ακροβάτη - τίποτα δε λαχταρούσε πιο πολύ
απ' αυτήν την τρελή βροχή που σχεδόν πάντα
φέρνει αέρα που σχεδόν πάντα φέρνει ήλιο.»

                                                                                                Μπερνάρδο Ατσάγα

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

Οι τέσσερις γάτοι έφτασαν στο μπαλκόνι, κι αμέσως κατάλαβαν πως έφταναν αργά.
Ο Κολονέλο, ο Ξερόλας και ο Ζορμπάς έμειναν να κοιτάζουν με ευλάβεια το άψυχο σώμα του γλάρου, ενώ ο Γραμματικός κουνούσε πέρα-δώθε την ουρά του για να διώξει τη μυρωδιά της βενζίνης. 
Η γλαροπούλα μάνα Κενγκά ήταν νεκρή.
Τέσσερις λιμανόγατοι μιλάνε τη γλώσσα των ανθρώπων, καμιά όμως εγκυκλοπαίδεια, όσες γνώσεις 
κι αν περιέχει, δεν ήταν επαρκής για να τους μάθει πώς μπορείς να διδάξεις ένα μικρό γλαροπούλι να πετάξει. Η γνώση είναι ανεπαρκής όταν λείπει η θέληση, το συναίσθημα, ο στόχος κι ο αγώνας.
Στο λιμάνι του Αμβούργου οι γάτοι μιλάνε την ανθρώπινη γλώσσα ή η εσωτερική δύναμη του ποιητή τον κάνει να αντιλαμβάνεται τις γλώσσες των ζώων;
Μήπως συνομιλούν μεταξύ τους με το βλέμμα, με το δάκρυ, με τις προθέσεις, με την καρδιά; 
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΡΚΟΣ. Ο ΟΡΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΣΧΕΣΗ.
Η δύναμη της ποίησης μπορεί να ανυψώσει έναν άγουρο πρωτάρη γλάρο. Να τον προστατεύσει από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες και από τα απόβλητα των ανθρώπων, θυσία στο βωμό του κέρδους ενός φθαρμένου κοινωνικού συστήματος.
Ο γλάρος είναι ο μετανάστης που πνίγηκε στις ακτές της Ιταλίας. Που μαχαιρώθηκε
από χέρι φασίστα. Που θάφτηκε στις εγκαταστάσεις των Ολυμπιακών έργων.
Που πυροβολήθηκε από μισθοφόρους στα βάθη της Αφρικής και της Ασίας. Που θέλησε να ζήσει ελεύθερος για αυτό τον σταύρωσαν.
Γλάροι είναι οι άγιοι της επανάστασης στα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα που διεκδικούν το δικαίωμα στη ζωή και στην ελευθερία για ένα κομμάτι γη, για ένα κομμάτι ψωμί, για μόρφωση, για φάρμακα και καθαρό νερό.
Γλάροι είναι οι Παλαιστίνιοι, ο απολυμένος βιομηχανικός εργάτης, ο δάσκαλος.
Ο αυτόχθονας που του τσάκισαν τα φτερά και δεν κατάφερε να πετάξει…
Σ’ όλα τα λιμάνια οι γάτοι μιλάνε την ανθρώπινη γλώσσα, στο λιμάνι του Πειραιά,
του Άμστερνταμ, του Λίβερπουλ και δίπλα τους ένας ποιητής θα καταλαβαίνει τη γλώσσα τους και θα μεταδίδει το μήνυμα.

Θεέ μου που μας ορίζεις κι όλους μας βλέπεις ένα
δεν είναι όπως νομίζεις
δεν είναι όλα όπως νομίζεις εδώ κάτω μοιρασμένα
δεν είναι όλα, δεν είναι όλα, δεν είναι όλα μοιρασμένα.
Μα εσύ που μας φροντίζεις σαν πρόβατα σφαγμένα
στείλε μου αν θέλεις λίγη
μόνο λίγη, τόση δα, δικαιοσύνη και για μένα*


Μια ψιλή βροχή έπεφτε στο Αμβούργο, και οι κήποι μοσχοβολούσαν νοτισμένη γη.
Η άσφαλτος στους δρόμους άστραφτε, κι οι φωτεινές επιγραφές καθρεφτίζονταν παραμορφωμένες στο βρεγμένο οδόστρωμα. Μόνο ένας άνθρωπος, τυλιγμένος σε μια καμπαρτίνα, βάδιζε στο δρόμο του λιμανιού, με κατεύθυνση το μαγαζί του Χάρι.
«Θα πετάξεις, Καλότυχη» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Πάρε μια βαθιά εισπνοή. Μύρισε τη βροχή. 
Η βροχή είναι νερό. Στη ζωή σου, θα συναντήσεις πολλούς λόγους για να 'σαι ευτυχισμένη - ένας απ' αυτούς λέγεται νερό, ένας άλλος, άνεμος κι ένας άλλος, ήλιος, κι αυτός ο ήλιος εμφανίζεται πάντα σαν αντιστάθμισμα μετά τη βροχή. Μύρισε τη βροχή. Άνοιξε τα φτερά.»
Η γλαροπούλα άπλωσε τις φτερούγες της. Οι προβολείς την έλουζαν στο φως, κι η βροχή τής έλουζε με πέρλες τα φτερά. Ο άνθρωπος κι ο γάτος την είδαν να υψώνει το κεφάλι με τα μάτια κλειστά. 
Η Καλότυχη εξαφανίστηκε απ' τα μάτια τους. Ο άνθρωπος κι ο γάτος φοβήθηκαν. Είχε πέσει σαν πέτρα. Με κομμένη την ανάσα απ' την τρομάρα, έσκυψαν πάνω απ' το κιγκλίδωμα, και τότε την είδαν να φτεροκοπάει, να πετάει πάνω απ' το πάρκινγκ, κι ύστερα την είδαν να φτάνει ακόμα πιο ψηλά κι από τον χρυσαφένιο ανεμοδείκτη που στεφανώνει τη μοναδική ομορφιά του Αγίου Μιχαήλ.
Η Καλότυχη πετούσε ολομόναχη μέσα στη νύχτα τού Αμβούργου.
Απομακρύνθηκε, φτερουγίζοντας με δύναμη, ώσπου σηκώθηκε πιο ψηλά από τους γερανούς του λιμανιού, κι ύστερα γύρισε πλανάροντας κι έπιασε να γυροφέρνει το καμπαναριό της εκκλησίας.**
Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να ’ταν πωρικό, το μυαλό μου.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα∙ ένιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. Έβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: 
ν' αλλάζω. Ό,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.
Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε…***

 

*ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ  **ΛΟΥΙΣ ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ  ***ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ