Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


                ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
 
Είδα τα καλυτέρα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ’ την τρέλα,
λιμασμένα υστερικά γυμνά,
να σέρνονται μες απ’ τους νέγρικους δρόμους την αυγή
γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση
φτωχοί και κουρελήδες με βαθουλωμένα μάτια,
που φτιαγμένοι ξενυχτούσαν στο υπερφυσικό σκοτάδι
παγωμένων διαμερισμάτων,
αρμενίζοντας πάνω απ’ τις κορφές των πόλεων
αφοσιωμένοι στη τζαζ,
που άνοιγαν το μυαλό τους στα Ουράνια
κάτω απ’ τον εναέριο σιδηρόδρομο
και βλέπανε αγγέλους μουσουλμάνους τρεκλίζοντας
φωτισμένοι σε ταράτσες λαϊκών πολυκατοικιών
που αποβλήθηκαν απ’ τις Ακαδημίες γιατί ήσαν λέει τρελοί
κι εξέδιδαν άσεμνες ωδές στα παράθυρα της νεκροκεφαλής
που τρέμανε σ’ αξύριστα δωμάτια με τα εσώρουχα,
καίγοντας τα λεφτά τους σε καλάθια αχρήστων
και στήνοντας τ’ αυτί στον Τρόμο μεσ’ απ’ τον τοίχο
μπουρδολογώντας ουρλιάζοντας ξερνοβολώντας ψιθυρίζοντας
γεγονότα και μνήμες κι ανέκδοτα και πλάκες που σπάσανε
και σοκ νοσοκομείων και φυλακών και πολέμων
ολόκληρες διάνοιες που ξεράστηκαν με απόλυτη ακρίβεια
επτά μέρες και νύχτες με μάτια που άστραφταν,
κρέας για τη Συναγωγή πεταμένο στο πεζοδρόμιο
που έκαναν τρύπες από τσιγάρο στα μπράτσα τους
διαμαρτυρόμενοι για τη ναρκωτική καταχνιά του ταμπάκου
του καπιταλισμού
που έσπασαν κλαίγοντας σε λευκά γυμναστήρια γυμνοί
και τρέμοντας μπροστά στις μηχανές άλλων σκελετών
που βήχανε στον έκτο όροφο στεφανωμένοι με φλόγα
κάτω απ’ το φυματικό ουρανό
πλαισιωμένοι από πορτοκαλιά σαράβαλα θεολογίας
που ορνιθοσκαλίζανε όλη νύχτα ροκεντρολλάροντας
ανυπέρβλητες επωδές
που στο κίτρινο πρωινό ήταν στροφές ασυναρτησιών
που μαγείρεψαν σάπια ζώα πνευμόνια καρδιές πόδια ουρές
κάνοντας όνειρα για το αγνό βασίλειο των φυτών
που χωθήκανε κάτω από φορτηγά–ψυγεία κρεάτων
ψάχνοντας για ένα αυγό
που πέταξαν τα ρολόγια τους από την ταράτσα
για να ρίξουν την ψήφο τους υπέρ της αιωνιότητας
έξω απ’ τον Χρόνο, και ξυπνητήρια πέφτανε στα κεφάλια τους,
καθ’ όλη την επόμενη δεκαετία,
που κόψανε τις φλέβες τους τρεις φορές συνέχεια ανεπιτυχώς
το πήρανε απόφαση
και αναγκάστηκαν να ανοίξουν μαγαζιά με αντίκες
όπου νιώθαν πως γερνούν και κλαίγανε
και γύρισαν μετά από χρόνια στ’ αλήθεια φαλακροί
αλλά μ’ ένα ματωμένο κεφάλι και τα δάκρυα
και τα δάχτυλα, στην ολοφάνερη καταδίκη της τρέλας
των θαλάμων των τρελών πόλεων
που στα δυσώδη δωμάτια λογομαχώντας με τους αντίλαλους της ψυχής
χορεύοντας ροκ στις μεσονύχτιες παντέρημες εκτάσεις της αγάπης,
ένα όνειρο ζωής ένας βραχνάς σώματα που γινήκαν πέτρα
Βαριά σαν το φεγγάρι.                                                                                       
                                                              ΑΛΛΕΝ ΓΚΙΝΣΜΠΕΡΓΚ


ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Σε ένα επαρχιακό καφενείο μαζεύονται συνταξιούχοι μπάτσοι, επίδοξοι ρουφιάνοι, αρουραίοι, μύγες και ταξικοί αποστάτες. Συζητούν κοντόφθαλμα σχέδια για μεγάλες προσδοκίες.
Πώς μπορούν να έχουν μεγάλες προσδοκίες με κοντόφθαλμα σχέδια;
Πού πάτε ρε, ξυπόλυτοι στα αγκάθια;
Χωρίς θόρυβο, χωρίς έκρηξη, χωρίς δυναμική, χωρίς ταξική συνείδηση;
Ο Ηράκλειτος είχε δίκιο. Ήταν όλοι τους ηλίθιοι και ένιωθε απομονωμένος.
Η ωραία Ελένη ήταν άντρας και η Τάμτα Αλβανή.
Η Άντζελα είχε συγκρουστεί με αστικό λεωφορείο.
Και ο Κιμ ήταν οπαδός του Τραμπ.
Η εξειδίκευση στην εκπαίδευση παράγει κουρδισμένους. Δημιουργεί ειδικότητες και όχι προσωπικότητες και η παιδεία χάνεται στη στροφή.
Ο φίλος από τη Γεωργία, μου ’φερε χθες μια κούπα του καφέ από την πατρίδα του.
Απεικονίζει τον χάρτη της Σοβιετικής Ένωσης. Ο σύντροφος Στάλιν δηλώνει με σοβαρότητα
και ευθύνη στον σοβιετικό λαό, που απειλείται από τους Γερμανούς ναζί, «ούτε ένα βήμα πίσω». Ξανά, ξανά, ξανά. «Ούτε ένα βήμα πίσω».
Πόσα βήματα προς τα πίσω έχετε κάνει τα τελευταία χρόνια;
Τόσο πίσω, που θα καταντήσετε πισωγλέντηδες.
Απομονωμένοι από τον λαό, γκαρίζοντας φάλτσα συνθήματα, αφήνοντας χώρο για να επωφεληθούν κάθε λογής αιρετικοί, από τους συνταξιούχους μπάτσους και τους επιδόξους ρουφιάνους μέχρι τους ταξικούς εχθρούς και τους ταξικούς αποστάτες.