ΟΔΟΣ ΑΒΥΣΣΟΥ ΑΡΙΘΜΟΣ 0
Κι ύστερα
πάλι ομοβροντία τα χαράματα
διώχνοντας απ’ τα κυπαρίσσια τα σπουργίτια
Τα φορτηγά αυτοκίνητα γιομάτα αγωνιστές
περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης
Κόβοντας με τις ρόδες στα δυο τον ήλιο
περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης
Έμεινε πάλι πολύ σκόνη τ’ απογεύματα
η σκόνη που αφήνουν πίσω τους
τα μαύρα φουστάνια των μανάδων
Καθώς γυρνάνε απ’ του Αβέρωφ ή απ’ του Χατζηκώστα
ή από τα τμήματα των μεταγωγών
Οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια
με την καρδιά τους τυλιγμένη στο μαντίλι τους
σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί
που δεν μπορεί να το μασήσει
που δεν μπορεί να το μασήσει μήτε ο θάνατος
διώχνοντας απ’ τα κυπαρίσσια τα σπουργίτια
Τα φορτηγά αυτοκίνητα γιομάτα αγωνιστές
περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης
Κόβοντας με τις ρόδες στα δυο τον ήλιο
περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης
Έμεινε πάλι πολύ σκόνη τ’ απογεύματα
η σκόνη που αφήνουν πίσω τους
τα μαύρα φουστάνια των μανάδων
Καθώς γυρνάνε απ’ του Αβέρωφ ή απ’ του Χατζηκώστα
ή από τα τμήματα των μεταγωγών
Οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια
με την καρδιά τους τυλιγμένη στο μαντίλι τους
σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί
που δεν μπορεί να το μασήσει
που δεν μπορεί να το μασήσει μήτε ο θάνατος
ΓΙΑΝΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ο σχιζοφρενής
γέρος με την τραγιάσκα και το καρότσι μοίραζε δηλώσεις μετανοίας των κομμουνιστών από τα μαύρα
χρόνια του ’49, του ’59, του ’69.
Όμως τι εξυπηρετεί όλο αυτό σήμερα; Την απομυθοποίηση των ηρώων; Τα όρια αντοχής του ανθρώπινου
σώματος στα βασανιστήρια; Τις ενοχές που προσπαθεί να μεταφέρει στους απογόνους
τους;
Γιατί δεν υποδεικνύει
τους κουκουλοφόρους, αυτούς που δείχνανε με το δάχτυλο στους Γερμανούς ποιους
να εκτελέσουν.
Τι κάνει το ΚΚΕ για να υπερασπιστεί τους νεκρούς
του;
«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν
οι άνθρωποι»
Και ήταν για να σαστίζεις πως τόσο
μικροί δήμιοι κάνανε τόσο μεγάλα εγκλήματα.
Μα
το έγκλημα ποτέ δεν μετριέται με τον πήχυ. Γιατί ποτέ δεν έχει το ανάστημα του
κακούργου. Πάντα είναι μεγαλύτερό του. Γιατί
ένας πραγματικός κακούργος ποτέ δεν κάνει μόνο ένα έγκλημα.
Πόσο
μάλλον στη Μακρόνησο όπου είχε καταργηθεί η τιμωρία.
Γιατί
κι αυτό έγινε στη Μακρόνησο. Χωρίσανε το έγκλημα απ’ τον κολασμό και
αντιστρέψανε
τους όρους.
Ρίξανε τον κολασμό στα θύματα και τον έπαινο στους
κακούργους. Έτσι τους βοήθησαν να κάνουν
το έγκλημα ψυχαγωγία και πρωινή γυμναστική.
Όταν ένας άνθρωπος συνηθίζει να διασκεδάζει με
το αίμα που τρέχει, με τίποτα πια στο εξής
δεν μπορεί να διασκεδάσει…»
«Το νησί αυτό, που διαδραματίζεται σήμερα η
ιστορία μας, είναι το τοπίο όπου το έγκλημα δοξάστηκε σαν ύψιστη αρετή.
Όπου μέσα απ’ το λαρύγγι του ανθρώπου πέρασαν -για
πρώτη φορά στην Ιστορία της Ανθρωπότητας- φθόγγοι άγνωστοι.
Ήρθε μια νύχτα που το νησί κλυδωνίζεται σαν ακυβέρνητο σκάφος.
Ήρθε μια νύχτα που το νησί κλυδωνίζεται σαν ακυβέρνητο σκάφος.
Αυτή
τη νύχτα -οι φθόγγοι αυτοί οι άγνωστοι- ακούστηκαν τόσο δυνατά, που οι
μεταλλωρύχοι
της αντικρινής πλαγιάς τρόμαξαν και κρύφτηκαν στις στοές τους.
Ήταν οχτώ του Δεκέμβρη, χίλια εννιακόσια σαράντα
εννέα χρόνια ύστερα απ’ τη γέννησή
του γιου μιας χωρικής, που τον σταύρωσαν -μια
φορά- πάνω σ’ ένα ξύλο σ’ ένα λόφο της Σιών, επειδή κουβάλησε μαζί του
καινούργιες ιδέες.
Βλέπετε οι ιδέες, άμα δεν έρχονται στα μέτρα που
θέλουν αυτοί, παίρνουν το κεφάλι αυτουνού που τις έχει…»
«…Έτσι
όπως το ζώνει το νησί η θάλασσα είναι ένα κι ένα για κλουβί.
Ούτε
σύρματα, ούτε κάγκελα. Μπράβο, έτσι θα ‘ναι.
Εμ…
να σου πω, είναι κρίμα τα καημένα τα ζουντανά να τα κρατάς χρόνο καιρό
φυλακωμένα.
Άφ’ τα λέφτερα… Πού θα πάνε; Τα φυλάει γύρω τρόγυρα η θάλασσα.
Αυτό
θα ‘ναι μωρέ! Ωχ! ησύχασα… μαλάκωσε η ψυχή μου.
Ναι, τις έχουνε κάτι τέτοιες
ψυχοπονιές οι Εγγλέζοι.
Ύστερα από τον πόλεμο, λένε, πήρανε όλοι την
απόφαση να ημερέψουνε...»
Κι από
κάτου απ’ τ’ αστέρια περνάνε
Καραβιές-
καραβιές οι εκτοπισμένοι
και
τσουβάλια με κομμένα ποδάρια
και
τσουβάλια με κομμένα χέρια
και
τσουβάλια με νεκρούς
ξεβράζουν
οι φουρτούνες στις αχτές του Λαυρίου