ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΕΝΑ ΤΟΠΙΟ
Μωρή κοντούλα λεμονιά,
Με τα πολλά λεμόνια, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.
Πότε μικρή, μεγάλωσες;
Κι έγινες για στεφάνι, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.
Χαμήλωσε, τους κλώνους σου,
να κόψω ένα λεμόνι, Βησσανιώτισσα,
Σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.
Για να το στύψω να το πιω,
να μου διαβούν οι πόνοι, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.
Πότε μικρή, μεγάλωσες;
Κι έγινες για στεφάνι, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.
Χαμήλωσε, τους κλώνους σου,
να κόψω ένα λεμόνι, Βησσανιώτισσα,
Σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.
Για να το στύψω να το πιω,
να μου διαβούν οι πόνοι, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
«Μια εικόνα. Ένα τοπίο που, όσος καιρός κι αν πέρασε, λειτουργεί μέσα μου μουσικά.
Έχει ρυθμό, αναπτύσσεται στο χρόνο... Ψάχνοντας τότε, το '69, για το χωριό της "Αναπαράστασης", βρέθηκα σ' ένα χωριό ψηλά στα Ζαγόρια.
Νοέμβρης μήνας με ψιλόβροχο. Μαύριζε η γκρίζα πέτρα από νερό.
Πένθιμες γυναικείες φιγούρες χάνονταν στα ερείπια. Μια γέρικη φωνή τραγουδούσε στο έρημο καφενείο: "Μωρή κοντούλα λεμονιά...".
Στάθηκα εκεί στην άκρη. Η φωνή ράγισε κι έσπασε έπειτα από λίγο.
Έμεινε το τοπίο με τη βροχή. Έμεινα κι εγώ. Αυτό θα 'παιρνα μαζί μου».
∆εν ξέχασα τίποτα
Περπατούσε στις γραμμές του τρένου με ένα δισάκι στους ώμους, αυτή ήταν όλη του η περιουσία.
Και πολλές μνήμες, που τις ένιωθε σαν σιδερογροθιά στο στομάχι.
Το μελαγχολικό βλέμμα της Ηλέκτρας Αποστόλου, το χαμόγελο του Νίκου Μπελογιάννη την ώρα
της εκτέλεσης, τον ήχο της θάλασσας, την μυρωδιά των ανθών της λεμονιάς.
Οι συνταξιούχοι κομμουνιστές και τα επαγγελματικά στελέχη είχαν επηρεαστεί από τα καινούργια οικονομικά μέτρα. Οι περικοπές τούς είχαν κοστίσει.
Οι μπάτσοι κοπανιόντουσαν μεταξύ τους. Οι δάσκαλοι λιποθυμούσαν στις τάξεις από τη στέρηση και οι φασίστες αυξάνονταν……»
Όλα είναι στη θέση τους, τακτοποιημένα κατά σειρά,
περιμένοντας το χέρι να διαλέξει·
µόνο δεν μπόρεσα να βρω τα παιδικά χρόνια,
µήτε τον τόπο όπου γεννήθηκε ο ήρωας του δράματος.
Όλα τ’ άλλα, να τα:
οι προσωπίδες για τα τρία κύρια συναισθήματα,
τα παραπετάσματα, τα φώτα,
τα σκοτωμένα παιδιά της Μήδειας,
το φαρμάκι και το μαχαίρι.
Τα λόγια, τα θυμάσαι, που αρχίζουν:
Αρκείτω βίος! Ιώ! Iώ!
Αυτός είναι ο διακόπτης των μικροφώνων.
Θα σ’ ακούσουν ως τα πέρατα του κόσμου.
Eµπρός, προβολέα! Καλή τύχη!
…Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο, που θα’ πεφτε μπροστά του να τελειώνει.
Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε,
που ήταν ένα αιώνιο παιδί.
Τότε, μ᾿ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντας του το χέρι, για να κρατηθούν, πιο στέρεα, πάνω απ᾿ τ᾿ όνειρο.
Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δύο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες...ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.
Βρέθηκε νεκρός 50 μέτρα παρακάτω, στα ανατολικά βρίσκεται (ξεχασμένος από τους πάντες) ο τάφος του Θεμιστοκλή.
"Ξέρεις κάτι... H Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Και πεθαίνει... Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα να πεθάνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ, και κάνει πολύ θόρυβο. Μωρή φύση μόνη σου είσαι, μόνος μου είμαι και εγώ. Πάρε ένα μπισκότο
Κάποτε συλλογίζομαι πως όλα τούτα εδώ που γράφω
δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα τους
φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι.
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών.
Καιρός να ετοιμάσεις τις τρεις βαλίτσες —
τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ' ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις.
Εγώ, τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη,
θα ξανακοιτάξω τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα 'ναι το τελευταίο
«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά
Κι έπειτα δεν μου ανήκει
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι"
Εγώ δε...ν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε
Ότι δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία».
Χρησιμοποίησα αποσπάσματα ποιημάτων των Τάσου Λειβαδίτη, Γιώργου Σεφέρη,
Γιάννη Ρίτσου και Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Κείμενα Μισέλ Φάις, Κώστα Ταχτσή, Θόδωρου Αγγελόπουλου, Τάκη Πολίτη
Νοέμβρης μήνας με ψιλόβροχο. Μαύριζε η γκρίζα πέτρα από νερό.
Πένθιμες γυναικείες φιγούρες χάνονταν στα ερείπια. Μια γέρικη φωνή τραγουδούσε στο έρημο καφενείο: "Μωρή κοντούλα λεμονιά...".
Στάθηκα εκεί στην άκρη. Η φωνή ράγισε κι έσπασε έπειτα από λίγο.
Έμεινε το τοπίο με τη βροχή. Έμεινα κι εγώ. Αυτό θα 'παιρνα μαζί μου».
∆εν ξέχασα τίποτα
Περπατούσε στις γραμμές του τρένου με ένα δισάκι στους ώμους, αυτή ήταν όλη του η περιουσία.
Και πολλές μνήμες, που τις ένιωθε σαν σιδερογροθιά στο στομάχι.
Το μελαγχολικό βλέμμα της Ηλέκτρας Αποστόλου, το χαμόγελο του Νίκου Μπελογιάννη την ώρα
της εκτέλεσης, τον ήχο της θάλασσας, την μυρωδιά των ανθών της λεμονιάς.
Οι συνταξιούχοι κομμουνιστές και τα επαγγελματικά στελέχη είχαν επηρεαστεί από τα καινούργια οικονομικά μέτρα. Οι περικοπές τούς είχαν κοστίσει.
Οι μπάτσοι κοπανιόντουσαν μεταξύ τους. Οι δάσκαλοι λιποθυμούσαν στις τάξεις από τη στέρηση και οι φασίστες αυξάνονταν……»
Όλα είναι στη θέση τους, τακτοποιημένα κατά σειρά,
περιμένοντας το χέρι να διαλέξει·
µόνο δεν μπόρεσα να βρω τα παιδικά χρόνια,
µήτε τον τόπο όπου γεννήθηκε ο ήρωας του δράματος.
Όλα τ’ άλλα, να τα:
οι προσωπίδες για τα τρία κύρια συναισθήματα,
τα παραπετάσματα, τα φώτα,
τα σκοτωμένα παιδιά της Μήδειας,
το φαρμάκι και το μαχαίρι.
Τα λόγια, τα θυμάσαι, που αρχίζουν:
Αρκείτω βίος! Ιώ! Iώ!
Αυτός είναι ο διακόπτης των μικροφώνων.
Θα σ’ ακούσουν ως τα πέρατα του κόσμου.
Eµπρός, προβολέα! Καλή τύχη!
…Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο, που θα’ πεφτε μπροστά του να τελειώνει.
Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε,
που ήταν ένα αιώνιο παιδί.
Τότε, μ᾿ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντας του το χέρι, για να κρατηθούν, πιο στέρεα, πάνω απ᾿ τ᾿ όνειρο.
Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δύο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες...ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.
Βρέθηκε νεκρός 50 μέτρα παρακάτω, στα ανατολικά βρίσκεται (ξεχασμένος από τους πάντες) ο τάφος του Θεμιστοκλή.
"Ξέρεις κάτι... H Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Και πεθαίνει... Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα να πεθάνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ, και κάνει πολύ θόρυβο. Μωρή φύση μόνη σου είσαι, μόνος μου είμαι και εγώ. Πάρε ένα μπισκότο
Κάποτε συλλογίζομαι πως όλα τούτα εδώ που γράφω
δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα τους
φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι.
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών.
Καιρός να ετοιμάσεις τις τρεις βαλίτσες —
τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ' ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις.
Εγώ, τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη,
θα ξανακοιτάξω τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα 'ναι το τελευταίο
«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά
Κι έπειτα δεν μου ανήκει
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι"
Εγώ δε...ν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε
Ότι δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία».
Χρησιμοποίησα αποσπάσματα ποιημάτων των Τάσου Λειβαδίτη, Γιώργου Σεφέρη,
Γιάννη Ρίτσου και Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Κείμενα Μισέλ Φάις, Κώστα Ταχτσή, Θόδωρου Αγγελόπουλου, Τάκη Πολίτη