ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ
Ποτέ
του δεν κατάφερε να βγει σε μια λιακάδα
και
ζει με ό,τι περίσσεψε από ένα σκάρτο
ποίημα,
τα
πρωινά σηκώνεται με μια βαριά ζαλάδα
και
λέει πως τον ξύπνησε ένα μεγάλο κύμα.
Κρεμάει
τις αφίσες του στα παράθυρά του,
κρύβει
το φως μα κρύβει κι όλα τ' άλλα,
γιατί
το μόνο που λαχτάρησε ως λάφυρά του
είναι
μια θάλασσα να φτάνει ως τη σκάλα.
Βάζει
σημάδια με στυλό πάνω στον τοίχο του,
μετράει
το ύψος του που πόντο-πόντο χάνει,
μα
κάθε βράδυ όταν βγαίνει απ' τον ύπνο του
στέκεται
όρθιος και τρυπάει το ταβάνι.
Είναι
που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια,
πως
μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες,
ξέρει
αν μπορούσε θα ’κανε μία απ’ τα ίδια,
αλλά
τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές
νοθείες;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΟΥ
(Το
τραγούδι «Μικρές νοθείες» είναι
αφιερωμένο στον ποιητή Άλκη Αλκαίο)
ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Έψαξα
φωτογραφίες στο διαδίκτυο και βρήκα
δυο- τρεις σχεδόν ίδιες.
Για
γραμματικές γνώσεις και οικογενειακή
κατάσταση δεν βρήκα τίποτα. Στίχους και
ποιήματα βρήκα 154. Μυρωδιές από Καρυωτάκη,
Λαπαθιώτη, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Βιγιόν.
Δεν
έδωσε συνέντευξη ποτέ του. Απέφευγε
τους φωτογράφους και τη δημοσιότητα.
Μονάχα σκάρωνε στιχάκια: ύμνους για τη
ζωή, βαριά αντρικά ζεϊμπέκικα κι
επικήδειους για τους πρόωρα χαμένους
φίλους.
Όπως
για το Νίκο Πουλατζά
Μέχρι
να αρχίσεις, μέχρι να τελειώσεις
το
πρόσωπό τους αποστρέψανε άφωνοι
οι
φίλοι και γελούν στις συγκεντρώσεις
μεγάφωνοι,
μικρόφωνοι, παράφωνοι.
Στην
Πέργαμο και στη Μπαστιά
δίδυμα
φτάνουν φορτηγά
κι
ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον
Πόρο και στη Σαντορίνη.
Κι
εγώ απόψε θα σε χάσω
και
αύριο θα σε ξεχάσω.
Όπως
για το Μάνο Λοΐζο
Χαράζει
η μέρα και η πόλη έχει ρεπό
στη
γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο
κι
εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο
και
σαν καφέ πικρό
Άδειοι
οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή
και
το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση
και
γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση
και
σαν Ανατολή
Βγήκε ο ήλιος το ράδιο διαπασών
μ’ ένα χασάπικο που κλαίει για κάποιον Τάσο
κι εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο
σ’ ένα καρέ τυφλών.
Βγήκε ο ήλιος το ράδιο διαπασών
μ’ ένα χασάπικο που κλαίει για κάποιον Τάσο
κι εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο
σ’ ένα καρέ τυφλών.
Τώρα
Βαγγέλη Λιάρο ποιος θα γράψει το δικό
σου επικήδειο;
Ένα
του ποίημα, που δημοσιεύτηκε στο
Ριζοσπάστη με τίτλο «ΦΛΕΒΑΡΗΣ 1848» το
βρήκε ο Θάνος Μικρούτσικος, το έκοψε
ευλαβικά με το ψαλίδι, επικοινώνησε
μαζί του, τα συμφώνησαν κι έγινε
τραγούδι στο δίσκο «Τραγούδια της
λευτεριάς»
Μανουέλ
Ντουάρντε απ’ το Πράσινο Ακρωτήρι
ίσως
ποτέ και να μη δω το πρόσωπό σου
ωστόσο
αν κρίνω απ’ το αιμάτινο γραφτό σου
θα
πρέπει να ’ναι γιομάτο από λιοπύρι
Ελμπέρτο
Κόμπος Παναμέζε αδελφέ μου
ίσως
ποτέ να μην ακούσω τη φωνή σου
ωστόσο
ασίγαστη θε να ’ναι σαν τη γη σου
αν
κρίνω απ’ τα μηνύματα του ανέμου
Ναϊμ
Ασχάμπ απ’ τις όχθες του Ιορδάνη
ίσως
ποτέ και να μη σφίξουμε το χέρι
ωστόσο
δίπλα μου αγρυπνάει το ίδιο αστέρι
που
δίπλα σου αγρυπνάει κι αυτό μου φτάνει
Απόψε
σμίξαν τις καρδιές μας σ’ έναν έστω
στιγμιαίο
συντονισμό ίδιες ελπίδες
καθώς
μας φώτιζαν το δρόμο οι σελίδες
απ’
το κομμουνιστικό μας μανιφέστο
Η
οικονομική κρίση διχάζει και κουράζει
τους ανθρώπους.
Οι
Έλληνες είναι υπερήφανοι.
Δεν
μπορούν να ζουν κάτω από το ζυγό και την
αναξιοπρέπεια.
Εσύ
τα ξέρεις καλύτερα…
Πώς
να κοπάσει ετούτη η τρικυμία
τα
κύματά της με καταζητούνε
φορούν
οι φίλοι πορφυρό μανδύα
με
ρούμι οι βοριάδες με κερνούνε
Στον
όλμο εκεί υπνοβάτης βλαστημάει
και
τρώει ένα κουλούρι σκεφτικός
έφυγε
απ’ την καρδιά μου ο πανικός
και
γελαστός την πόρτα μου χτυπάει
Άλογο
ατίθασο μακριά με φέρνει
στων
κυνηγών του χρόνου την αυλή
ο
πυρετός τους την ζωή μου παίρνει
και
τ’ άλογό μου τρέπει σε φυγή
Η
τρικυμία ποτέ δε θα σβηστεί
για
μια ανεξιχνίαστη αιτία
καρφώθηκα
σε όμορφη εξορία
το
πέλαγο καρφί μου και σφυρί