ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟΤΟΥ ΤΑΚΗ ΠΟΛΙΤΗ
ΡΕΤΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Σφιγμένες κάποτε κρατούσα τις γροθιές μου.
Αργότερα, συνήθιζα με ανοιχτές παλάμες, κάθετες
να σημαδεύω τα αχαμνά μου.
Τώρα τηλεκοντρόλ βαστώ σφιχτά στη χούφτα μου
και έτσι μπορώ να δω τα χρώματά σου θάλασσα,
το ξεχασμένο τσόκαρο στην άμμο,
κρουστά απ’ τα λέπια του ψαριού στα εμβατήρια
κι απ’ τη φωνή του τζιτζικιού,
φινάλε θλιβερό τη «Ρωμιοσύνη»
Η ΨΕΥΤΙΑ ΜΙΑΣ ΠΕΡΟΥΚΑΣ
Αργότερα, συνήθιζα με ανοιχτές παλάμες, κάθετες
να σημαδεύω τα αχαμνά μου.
Τώρα τηλεκοντρόλ βαστώ σφιχτά στη χούφτα μου
και έτσι μπορώ να δω τα χρώματά σου θάλασσα,
το ξεχασμένο τσόκαρο στην άμμο,
κρουστά απ’ τα λέπια του ψαριού στα εμβατήρια
κι απ’ τη φωνή του τζιτζικιού,
φινάλε θλιβερό τη «Ρωμιοσύνη»
Η ΨΕΥΤΙΑ ΜΙΑΣ ΠΕΡΟΥΚΑΣ
Φεγγαρόφωτη νύχτα, με πιάνει παράπονο
Κλάμα-ψίθυρος, σε ήχους βαλς να χορεύω
Να γεμίσω τις νότες με δάκρυα,
άνθη στίχους, κορμιά να ευωδιάζουν.
Το όνομά σου να γίνει της γης τα κεντήματα,
το όνειρό μου να γίνει μαχαίρι.
Να σκοτώσει το σκοτάδι που θάμπωσε
την ελπίδα του αγέρα
να ακουμπήσει τα μάτια σου
τα μαλλιά σου να κάνει παντιέρα.
Να πετάξουν ψηλά ως τα σύννεφα
για να νοιώσουν κι εκείνα
πλαστικό στην αφή σου,
την ψευτιά μιας περούκας που αγόρασα
δώρο για τη γιορτή σου.
Κλάμα-ψίθυρος, σε ήχους βαλς να χορεύω
Να γεμίσω τις νότες με δάκρυα,
άνθη στίχους, κορμιά να ευωδιάζουν.
Το όνομά σου να γίνει της γης τα κεντήματα,
το όνειρό μου να γίνει μαχαίρι.
Να σκοτώσει το σκοτάδι που θάμπωσε
την ελπίδα του αγέρα
να ακουμπήσει τα μάτια σου
τα μαλλιά σου να κάνει παντιέρα.
Να πετάξουν ψηλά ως τα σύννεφα
για να νοιώσουν κι εκείνα
πλαστικό στην αφή σου,
την ψευτιά μιας περούκας που αγόρασα
δώρο για τη γιορτή σου.