Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ...


       ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ...
Καλέ μου φίλε σου γράφω για να παρηγορηθώ
και εξ αιτίας της απόστασής μας, τρελά θα εξηγηθώ.
Μα από τότε που λείπεις, παρατήρησα ξανά
πως ο γέρο χρόνος έφυγε μα κάτι ακόμα εδώ δεν προχωρά.

Σπανίως βγαίνουμε έξω κι ας είναι και γιορτές.
Αρκετοί σωριάζουν σάκους με άμμο στα παράθυρα και τις σκεπές.
Άλλος πάλι σωπαίνει για βδομάδες σαν νεκρός
κι όσοι δεν έχουν κάτι τις να πούνε τους περισσεύει και καιρός.

Μα η μικρή οθόνη μας είπε για τη νέα χρονιά
για έναν ανασχηματισμό ευρύ που καρτερούμε πώς και τι.
Θα `χουμε, λέει, Χριστούγεννα και καρναβάλια καθ’ εκάστη.
Κάθε Χριστούλης θα κατέβει απ’ το σταυρό
και τα πουλάκια θα επιστρέψουν στο άστυ.

Θα έχει φαγοπότι και φως όλο το χρόνο,
θα βγάζουν λόγο και οι μουγκοί γιατί οι κουφοί μιλούσαν μόνο.
Θα επιτραπεί ο έρως όπως τον θέλει ο καθείς,
θα παντρευτούν και οι καλόγεροί μας μα κατόπιν δοκιμής.

Και ως δια μαγείας θα εξαφανιστούν
κάτι κρετίνοι, κάτι απαίσιοι που μας ταλαιπωρούν.
Βλέπεις αδερφέ μου, τι σου αραδιάζω ακριβέ μου;
Μα εδώ κοντεύω να φλιπάρω! Έστω σαν όνειρο αν το πάρω!

Βλέπεις, βλέπεις, βλέπεις, βλέπεις, βλέπεις κύριέ μου, παραμιλάω τρεκλίζω,
γελάω μ’ όλα τα εφέ μου και συνεχίζω να ελπίζω.
Μα αν ο χρόνος ήταν μόνο για μιαν ώρα, κάτι σαν κομήτης,
πόσο σκληρό γίνεται τώρα καθώς χανόμαστε μαζί της.

Ο χρόνος που μετράει σε λίγο δε θα είναι εδώ,
θα τον φάω ή θα με φάει, αυτά είχα να σου πω.
                                                                                                     LUCIO DALLA


ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Εκδιώχτηκε η Γίδα Αμάλθεια και άφησε πίσω της και τα εφτά της κατσικάκια.
Εκθρονίστηκε και άφησε πίσω της τους αυλικούς, τους γελωτοποιούς και τους παλιάτσους, τους ποιητάδες, τους ζωγράφους, τους θεατρίνους και τους τυράννους της χορδής.
Έτσι δεν αλλάζει τίποτα. Απλά έφυγε το κερασάκι από τη χαλασμένη τούρτα.
Η τούρτα εξακολουθεί όμως να είναι σάπια και επικίνδυνη. 
Και Αυτή εξακολουθεί να υπάρχει. Κάπου θα βρει για να τρυπώσει…
Οι πληροφορίες μου δεν είναι της στιγμής. Αν επιβεβαιωθούν θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι…
Τα μεγάλα κουτάλια παραμένουν και λειτουργούν μέσα στα νόμιμα όρια των κωδικών. 
Είναι  δημοσιευμένα και στη διαύγεια. Είναι όλα τους τυπικά και νόμιμα…
Και τα ποτήρια και τα κουτάλια και ο τύραννος της χορδής και αυτή που έχει ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της τη βλαχιά και το μίσος.
Γιατί ορισμένοι διαμαρτύρονται; Μήπως έχουνε δίκιο; Μήπως δεν πιάσανε στα χέρια τους 
τα μεγάλα κουτάλια; Ή ταΐζει ο ένας τον άλλον για να αναπαράγονται;

Μια τάξη Γυμνασίου στη Θεσσαλονίκη με μια καθηγήτρια αποσπασμένη και μια αναπληρώτρια και με δεκάξι μαθητές έκαναν μια ιστοριούλα του Χόρχε Μπουκάι ταινία μικρού μήκους. Κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ποιοτικό αποτέλεσμα βάζοντας τους μαθητές να δουλέψουν ομαδικά και να μεταφέρουν μηνύματα συνεργασίας και συλλογικότητας σε μια περίοδο που μας κυβερνάνε τα σκουπίδια και που ο τόπος έχει ανάγκη  από δείγματα συνεννόησης.
Τι λέει  όμως η ιστοριούλα;

«Ο άνθρωπος εκείνος είχε ταξιδέψει πολύ. Στη ζωή του είχε γυρίσει σε εκατοντάδες χώρες, αληθινές και φανταστικές…
Το ταξίδι που θυμόταν περισσότερο ήταν η σύντομη επίσκεψή του στη Χώρα των Μεγάλων Κουταλιών. Έφτασε τυχαία στα σύνορά της. Στ
o δρόμο από την Αμπελοχώρα προς την Παραΐδα, υπήρχε μια μικρή παράκαμψη προς τη Χώρα των Μεγάλων Κουταλιών. 
Επειδή του άρεσαν οι εξερευνήσεις, πήρε εκείνο το δρόμο.
Ο δρόμος ήταν όλο στροφές και κατέληγε σ’ ένα τεράστιο απομονωμένο σπίτι.

Στην πόρτα μια πινακίδα έγραφε:
ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΟΥΤΑΛΙΩΝ
ΑΥΤΗ Η ΜΙΚΡΗ ΧΩΡΑ ΕΧΕΙ ΜΟΝΑΧΑ ΔΥΟ ΑΙΘΟΥΣΕΣ,
ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΠΡΗ. ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΣ,
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΤΟΝ ΔΙΑΔΡΟΜΟ ΩΣ ΤΗ ΔΙΑΚΛΑΔΩΣΗ ΤΟΥ.
ΣΤΡΙΨΕ ΔΕΞΙΑ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΣ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΚΑΜΑΡΑ
Ή ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΤΗΝ ΑΣΠΡΗ.

Ο άνθρωπος προχώρησε στο διάδρομο και στην τύχη, έστριψε πρώτα δεξιά.
Ο νέος διάδρομος είχε μήκος καμιά πενηνταριά μέτρα και κατέληγε σε μια τεράστια πόρτα. 
Μόλις έκανε τα πρώτα βήματα, άρχισε να ακούει τα αχ-βαχ και τα βογκητά που έρχονταν 
από το μαύρο δωμάτιο.
Για μια στιγμή, οι κραυγές πόνου και στεναχώριας τον έκαναν να διστάσει, όμως αποφάσισε 
να συνεχίσει. Έφτασε στην πόρτα, την άνοιξε και μπήκε.
Γύρω από ένα πελώριο τραπέζι καθόντουσαν εκατοντάδες άτομα.
Στο κέντρο του τραπεζιού έβλεπες τους πιο λαχταριστούς μεζέδες και, μολονότι όλοι βαστούσαν 
από ένα κουτάλι που έφτανε ως στο κεντρικό πιάτο, πέθαιναν της πείνας! 
Ο λόγος ήταν ότι τα κουτάλια τους είχαν διπλάσιο μέγεθος από τα χέρια τους και ήταν κολλημένα στις παλάμες τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όλοι μπορούσαν να φτάσουν το φαγητό αλλά κανένας 
δε μπορούσε να το φέρει στο στόμα του.
Η κατάσταση ήταν τόσο απελπιστική και οι κραυγές τόσο σπαρακτικές, που ο ταξιδιώτης έκανε μεταβολή και βγήκε τρέχοντας από τη σάλα. Γύρισε στον κεντρικό διάδρομο και τράβηξε 
προς τ’ αριστερά, προς τη λευκή αίθουσα.
Ένας διάδρομος ίδιος με τον προηγούμενο κατέληγε σε μια παρόμοια πόρτα.
Η μοναδική διαφορά ήταν ότι στον δρόμο δεν ακουγόντουσαν ούτε βογκητά, ούτε παράπονα.
 Όταν έφτασε στην πόρτα, ο εξερευνητής έπιασε το πόμολο και την άνοιξε.
Εκατοντάδες άτομα κάθονταν πάλι γύρω από ένα τραπέζι, παρόμοιο μ’ εκείνο της μαύρης κάμαρας. Πάλι στο κέντρο υπήρχαν εκλεκτές λιχουδιές και όλοι στο χέρι τους είχαν στερεωμένο ένα μακρύ κουτάλι. Εκεί όμως κανένας δεν παραπονιόταν ούτε έκλαιγε. 
Κανένας δεν πέθαινε στη πείνα, γιατί ο ένας τάιζε τον άλλον!»