Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΖΕΙ!
Τα πιο
ωραία παραμύθια
απ’ όσα μου `χεις διηγηθεί
αχ είν’ εκείνα που μιλούσαν
για τα παιδιά που `χουν χαθεί
Για τα παιδιά που χάθηκαν
στο στοιχειωμένο δάσος
στις λίμνες στο βορρά
για τα παιδιά που χάθηκαν
στου δράκου το πηγάδι
στης στρίγκλας τη σπηλιά.
Σε συμμορίες με ζητιάνους
σε αχυρώνες και σ’ αυλές
και σε καράβια του πελάγους
με λαθρεμπόρους πειρατές
Για τα παιδιά που τα `συραν
στης Αφρικής τις αγορές
εμπόροι και ληστές
και φοβισμένα κι ορφανά
στη Σμύρνη και στη Βενετιά
τα πιάσαν οι φρουρές.
Ψωμί ζητήσαν του φουρνάρη
λίγο νερό του καφετζή
τα διώχνει ο πρώτος μ’ ένα φτυάρι
κι ο άλλος λύνει το σκυλί
Στις λυπημένες πολιτείες
πέφτει μια κίτρινη βροχή
στο σώμα μου έχω ανατριχίλες
και το `να δόντι μου πονεί
Το γράμμα σου δέκα σελίδες
πάλι η ίδια συμβουλή
μου λες στο σπίτι να γυρίσω
μου λες ν’ αλλάξω πια ζωή
Ομίχλη πέφτει στις σκεπές
φεύγουν οι φάτσες σαν σκιές
και τρέμει το κερί
φωτιές ανάβουν στις ακτές
μέσα στ’ αυτιά μου ακούω στριγκλιές
και τρέμω σαν πουλί.
αχ είν’ εκείνα που μιλούσαν
για τα παιδιά που `χουν χαθεί
Για τα παιδιά που χάθηκαν
στο στοιχειωμένο δάσος
στις λίμνες στο βορρά
για τα παιδιά που χάθηκαν
στου δράκου το πηγάδι
στης στρίγκλας τη σπηλιά.
Σε συμμορίες με ζητιάνους
σε αχυρώνες και σ’ αυλές
και σε καράβια του πελάγους
με λαθρεμπόρους πειρατές
Για τα παιδιά που τα `συραν
στης Αφρικής τις αγορές
εμπόροι και ληστές
και φοβισμένα κι ορφανά
στη Σμύρνη και στη Βενετιά
τα πιάσαν οι φρουρές.
Ψωμί ζητήσαν του φουρνάρη
λίγο νερό του καφετζή
τα διώχνει ο πρώτος μ’ ένα φτυάρι
κι ο άλλος λύνει το σκυλί
Στις λυπημένες πολιτείες
πέφτει μια κίτρινη βροχή
στο σώμα μου έχω ανατριχίλες
και το `να δόντι μου πονεί
Το γράμμα σου δέκα σελίδες
πάλι η ίδια συμβουλή
μου λες στο σπίτι να γυρίσω
μου λες ν’ αλλάξω πια ζωή
Ομίχλη πέφτει στις σκεπές
φεύγουν οι φάτσες σαν σκιές
και τρέμει το κερί
φωτιές ανάβουν στις ακτές
μέσα στ’ αυτιά μου ακούω στριγκλιές
και τρέμω σαν πουλί.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ξέρω
τόσα πολλά,… που δεν έχω να πω τίποτα…
Το
ρίσκο του καιρού… οι προβοκάτορες… και οι σωτήρες
Τα φαρμακεία όλα κλειστά
Κι οι φίλοι μου φυλακισμένοι…
Αγέρας θα με παρασέρνει…
Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή
Πώς
μπορεί να σου ορίζει και να σου κατευθύνει τη ζωή ο υπόκοσμος;
Πώς
μπορεί να κινδυνεύει η ζωή σου από δαύτους;
Ψευτοκομμουνιστές…
Ειδωλολάτρες… Χαφιέδες… Κάλπικοι.
Όμως
οι χωριάτες της Μάντσα (Μαυριτανοί, Μοϊκανοί, Ιουδαίοι) αντέδρασαν σωστά.
Το
πλήθος πέταγε τα σκουπίδια στους χώρους των πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Η καθαριότητα είναι πολιτισμός φώναζαν…
Είχαν
βγάλει και φεϊγβολάν με τη φωτογραφία του δημάρχου και στη μούρη του με
γραμματοσειρά σφραγίδας έγραφαν «ΤΟ
ΣΚΟΥΠΙΔΙ».
ΥΓ. Αυτό δε μολύνει είναι φεϊγβολάν.
Έκλεισαν τα διόδια για να προστατεύσουν τους επισκέπτες
τους, τους «εκτός των τειχών»,
για να μην μολυνθούν από τα μικρόβια της «βρώμικης πόλης».
Δεν πέθανε η ουτοπία… Ο Δον
Κιχώτης ΖΕΙ!
Οι
ψευτοσωτήρες έκαναν συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τα σκουπίδια και μάζεψαν πενήντα
άτομα. Αν ερχόντουσαν μόνο τα μέλη των Δ.Σ των 13 φορέων που τη διοργάνωσαν, θα
ήταν εκατόν πενήντα. Λαϊκή πρόσβαση
μηδέν.
Ο Ολυμπιακός είχε κερδίσει στην Κωνσταντινούπολη
και ο Αμβρόσιος έκανε λιτανείες
για τις κλιματικές αλλαγές.
Η πολιτική είναι όπως τα σκατά… Πρέπει
να φυλαχτείς για να μην τα πατήσεις…
Αυτή
η ηλιοκαμένη ταΐζε τους αδέσποτους σκύλους για να μαζέψει ψήφους.
Μετά τις εκλογές,
δεν τους γνώριζε. Ο σκοπός επετεύχθη… την
έφτυσαν…
«Και πόσο θαρρείς πως θα κρατήσεις; Μια, δυο, πέντε, στις χίλιες, στις δυο χιλιάδες,
κάποτε
θα σπάσεις κι εσύ όπως και τόσοι άλλοι.
Και
τότε θα είναι χειρότερα. Μάταια φίλε μου επιμένεις.
Το
έχασες κι αυτή τη φορά το παιχνίδι.. Είσαι
από κόκκαλα, από νεύρα, γιατί να σακατευτείς;
Θα πεθάνεις εδώ στα κρυφά και κανείς δεν θα πάρει
χαμπάρι τη θυσία σου.
Σ’ αρέσει; Μήπως
θέλεις να παραστήσεις τον ήρωα;
Ένας ηρωισμός στο σκοτάδι χάνει τη σημασία του.
Οι
ήρωες έχουν πάντα κάποια δημοσιότητα, αλλιώς
είναι κοινά θύματα…
Κανένας
δεν τους μέτρησε. Γιατί; Δίνεις μια μάχη
με το τίποτα, στον αέρα…στο
σκοτάδι…»
«Κι
ως πότε θα μείνουμε έτσι;» - «Άρχισες
κιόλας να βαριέσαι;
Εδώ θα ζήσεις χρόνια ολόκληρα…».
Ένας, που ήταν ανυπόμονος, σηκωνόταν πήγαινε
ως την άκρη, ξανακοιτούσε στο υπόστεγο,
μάζευε πετραδάκια και τα πετούσε
πιο πέρα.
Ο
άλλος αγνάντευε έκθαμβος όλο απορία τούτο τον κόσμο. «Μας ξέχασαν.»
-«Κι
αν μας αφήσουν εδώ όλη νύχτα;»
-«Αυτό
δεν γίνεται, είναι τόσος κόσμος, η πολιτεία έχει τους νόμους της.
Κι
αν ξενυχτήσουμε θα το προβλέπει ο κανονισμός;».
Οι άνθρωποι δεν έχουν πια όνομα, προσδιορίζονται από το χρώμα του σκούφου
τους, από μια
και μόνη απόχρωση του χαρακτήρα τους (ο
περιδεής, ο αφηρημένος, ο επιεικής, ο κάτωχρος).
«Γιατί κάθε τόπος πρέπει όχι μόνο να έχει, αλλά
και να φτιάχνει τους δικούς του τρελούς».
Ψάχνουν
να επιβιώσουν, αλλά ταυτόχρονα αυτό είναι και υποχρέωσή τους- η
αυτοκτονία απαγορεύεται αυστηρώς.
Προσπαθούν να βρουν τους χαφιέδες, να αντέξουν τα βασανιστήρια του σώματος.
Τα
ψυχικά είναι τα χειρότερα.
Ο
πιο αξιοθρήνητος ανάμεσά τους ο «εκκρεμής», αυτός που πάντα βλέπει τους άλλους
να τιμωρούνται αλλά για κάποιον λόγο η δική του κόλαση δεν έρχεται- κι
ας χρωστάει εκατομμύρια μύγες, κι ας μην έχει μετανοήσει, κι ας έχει δει άλλους να διαλύονται για πολύ πιο ασήμαντα από τα δικά
του παραπτώματα.
Ούτε οι βασανιστές έχουν ονόματα βέβαια, φαίνεται μάλιστα συχνά σα να είναι
νεοφώτιστοι.
Βασανίζουν
γιατί έτσι τους λένε, όπως ο καθένας μπορεί…
Σκοτεινή… και ηλίθια πόλη.