Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΚΑΛΠΗΣ
Κι αν
βγω απ’ αυτή τη φυλακή
κανείς
δε θα με περιμένει
οι
δρόμοι θα `ναι αδειανοί
κι η
πολιτεία μου πιο ξένη
τα
καφενεία όλα κλειστά
κι οι
φίλοι μου ξενιτεμένοι
αγέρας
θα με παρασέρνει
κι αν
βγω απ’ αυτή τη φυλακή
Κι ο ήλιος θ’ αποκοιμηθεί
μες στα ερείπια της Ολύνθου
θα
μοιάζουν πράγματα του μύθου
κι οι
φίλοι μου και οι εχθροί
μαρμαρωμένοι
θα σταθούν
οι
ρήτορες κι οι λωποδύτες
ζητιάνοι
πόρνες και αγύρτες
μαρμαρωμένοι θα σταθούν
Μπροστά
στην πύλη θα σταθώ
με τις
κουβέρτες στη μασχάλη
κι
αργοκουνώντας το κεφάλι
θα χαιρετήσω το φρουρό
χωρίς
βουλή χωρίς Θεό
σαν
βασιλιάς σ’ αρχαίο δράμα
θα πω τη
λέξη και το γράμμα
μπροστά
στην πύλη θα σταθώ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Η
απαγωγή της κάλπης άλλαξε τα αποτελέσματα!
Ήταν
6 μ.μ. και κάτι ψιλά, όταν η τηλεόραση (κρατική και ιδιωτική) ανακοίνωσε πως σε
εκλογικό τμήμα των Εξαρχείων «απήχθη μια
κάλπη»
Η
διαφορά τότε ήταν δώδεκα μονάδες και η απόσταση έδειχνε πως θα μεγαλώσει…
Οι
αριστεροί της αποχής κινητοποιήθηκαν.
Μέσα σε μια ώρα κατέβασαν τη διαφορά στις
οχτώ μονάδες.
Οι
χρυσαυγίτες αποβλήθηκαν από το λαό και βρίσκονται εκτός Βουλής.
Ο
Λεβέντης δεν θα είναι πια βουλευτής.
Η
Βουλή θα μπορεί και χωρίς τη Ζωή.
Ο
Λαφαζάνης πήρε το κουβαδάκι του και πήγε σε άλλη παραλία.
Τα
σκουπίδια αδειάστηκαν… Πάει ο Τυφλός, η Παπακώστα και η Αυλωνίτου.
Οι
ορθόδοξοι πήραν την τελευταία τους πνοή, άλλαξαν τα μαθηματικά και έβγαλαν βουλευτίνα
τη Σεμίνα Διγενή.
Ο
τύπος με τις επιστολές του Χριστού, τις κηραλοιφές και τα βότανα ανταμείφτηκε.
Η
Βραζιλία είχε κερδίσει το Περού 3-1 και ο φίλος μου ο Γιάννης είχε χάσει τη μάχη
με
το θάνατο.
Τα
σκουπίδια παρέμεναν στους Αιγιώτικους
δρόμους με 40 βαθμούς θερμοκρασία, λίγο πριν
τη μετανάστευσή τους στην Κοζάνη.
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει…
Περιτριγυρίζομαι
από ηλίθιους, ανήθικους, κακούς και ανίδεους.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους.
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία
καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.
Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.*
Βρισκόμουν
στο πολιτιστικό κέντρο κι ένα πεντάχρονο πλησίασε τον Γιάννη και
τον ρώτησε:
-Τι
παίζεις;
-Κιθάρα
-Και γιατί παίζεις κιθάρα;
Κι
ο Γιάννης κάθισε και του εξήγησε, ενώ ζέσταινε τα δάχτυλά του, ενώ η συναυλία
θα άρχιζε
σε λίγο… Το πρόσωπό του ήταν αγγελικό, το βλέμμα του ήρεμο…
Γιατί
φεύγουν αυτοί που δεν πρέπει;
Έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.*
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.*
Μιλούσαμε
ώρες ατέλειωτες (οι άλλοι τρώγανε). Πώς άκουσε το πρώτο τραγούδι του Hendrix,
πώς
επηρεάστηκε, πώς αγόρασε την πρώτη του κιθάρα. Πώς έφτιαξε τους Socrates.
Δεν
ακουμπήσαμε τίποτα από τα οικολογικά γκουρμέ (και οι άλλοι τρώγανε…)
Εκεί, προσεκτικά σε μια γωνιά μαζεύω με τάξη,
φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο.
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους,
φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο.
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους,
στολίζω με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα,
πλέκω με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.*
όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.*
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα.*
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα.*
*ΜΑΝΟΛΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Από τη συναυλία των Socrates στα Καλάβρυτα το καλοκαίρι του 2008