Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

 

                 ΜΕΝΕΛΑΟΣ  ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

Ο Μενέλαος Λουντέμης δεν υπέγραψε ποτέ δήλωση μετανοίας κουβαλώντας τον σταυρό του μαρτυρίου του μέχρι τέλους. Ζώντας στο κολαστήριο της Μακρονήσου και βιώνοντας στο πετσί του τα βασανιστήρια, τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις έπειτα από χρόνια, αυτοεξόριστος ήδη στη Ρουμανία, θα καταθέσει τον αγώνα και τις εμπειρίες του στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα  «Οι Ήρωες κοιμούνται ανήσυχα» (Σαρκοφάγοι ΙΙ), ιδιαίτερα όμως στο συγκλονιστικό«Οδός Αβύσσου, αριθμός 0».Γράφει και αρκετά ποιήματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το «Είμαι καλά».Αφορμή της έμπνευσής του είναι οι απαγορεύσεις της λογοκρισίας από τη διοίκηση του στρατοπέδου, αφού σ’ αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου οι διαταγές σχετικά με την αλληλογραφία επέβαλαν να γράφονται μόνον «ολίγαι λέξεις υπό την έννοιαν ότι ο αποστολεύς υγιαίνει».Ο Φώτης Σιούμπουρας, μάλιστα, στο βιβλίο του «Ο δικός μας Μενέλαος Λουντέμης», υποστηρίζει γι’ αυτό το ποίημα πως ο συγγραφέας, σε μία έκρηξη καρδιάς και ψυχής κάθισε κι έγραψε στη Μακρόνησο επιστολή προς τη Μάνα. Δεν την έστειλε στη μάνα του, μα στη μητέρα του συνεξόριστου Μάνου Κατράκη, την οποία αποκαλούσε ηρωίδα και λάτρευε Μίκης Θεοδωράκης

Είμαι καλά
Είμαι καλά, Μητερούλα… αυγή μου…  
Σπεύδω να καλοπιάσω τον φόβο σου. Είμαι καλά.
Κάθομαι κάτω απ’ τον ίσκιο της λύπης μου,
κι αφήνω την πένα μου να κλάψει… Μάνα…
Τρεμούλα των χεριών…
Χρόνια που ξεφεύγετε απ’ την μπόλια…
Στεναγμέ που μετράς τον μισεμό μου…
Είμαι καλά.
Πρώτον, Σεβαστή μου…´
Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω… Και δεν ρωτώ τίποτα.
Εδώ δεν ρωτούν. Όλοι είναι καλά…´
Κι ας ανεμίζονται οι κρεμάλες πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα.
Είμαι καλά.
Πρώτον, Μητερούλα… Υγείαν έχω
Και το στήθος μού φωνάζει σαν πρόβατο βραχνό.
Κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα στα πλευρά μου.
Πρώτον, Μητερούλα… Μα συγχώρα με και σήμερα.
Συγχώρα με και σήμερα που δεν θα μάθεις την αλήθεια.
Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει.
Δεν περνά τη θάλασσα.
Η αλήθεια, Μανούλα, είναι βόλι. Και δεν θα την πω.
Είμαι καλά.
Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα. Μα ξέρω…
Πως έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου.
Μα συχώρα με. Συχώρα με, Μητέρα.
Για τα χίλια μονότονα Είμαι καλά
Τα χίλια μονότονα ψέματά μου.
Πήρα ξανά για να σου γράψω.
Έχω την κάρτα μου στα γόνατα.
Και τη χαϊδεύω σαν περίλυπο πουλί!
Το χέρι πια το γράφει μοναχό του
το μικρό, πικρό του, μάθημα:
Είμαι καλά.
Ξέρω, αχ, Μητερούλα…
Ξέρω πως σου στέλνω κάθε μέρα
την ταχτική δόση της πίκρας μου. Ξέρω
πως τη χαϊδεύεις τούτη την ψευτιά μου…
Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς. Ξέρω.
Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από ’δω…
Είμαι καλά.
Μπορείς, ακριβή μου, να τη διαβάσεις και δίχως φως.
Δεν είναι καν ανάγκη να τη διαβάσεις.
Φτάνει μόνο να ’ρθει, να ακουστεί στην εξώπορτα…
η φωνή του ταχυδρόμου.
Τότε, Μανούλα, μπορεί και να μην είμαι καλά.
Μα εσύ να πιστέψεις τη γραφή μου
Είμαι καλά.
Είμαι καλά… Αφού μπορώ και σέρνω το μολύβι.
Είμαι καλά… Αφού μπορώ και το ψελλίζω.
Είμαι καλά… Αφού αραδιάζω στο χαρτί,
Είμαι καλά.
Αχ, να μπορούσα να ’χα έναν ουρανό
γεμάτο από ψεύτικα τέτοια πουλιά.
Και να τα ’χυνα στο διάστημα…
Για να ’ρχονται – κι όταν εγώ δεν θ’ ανασαίνω.
Να ’ρχονται και να ραμφίζουν το τζάμι του σπιτιού μας.
(Αυτό που κοιτάζει κατά τη θάλασσα)
Και να κελαηδούμε. Να κελαηδούνε σμήνη τις ψευτιές:
Είμαι καλά.
Μανούλα εσύ… Εσύ που διαβάζεις με τα δάχτυλα.
Εσύ πού μιλάς τη γλώσσα των χεριών…
Ακούμπησε τα χείλη σου στο χαρτί
Έτσι όπως έβρισκες, σαν ήμουν παιδί, τον πυρετό μου…
Και διάβασε πάνω στ’ άγραφο χαρτί
Και διάβασε ολόισια απ’ την καρδιά μου:
Μάνα… Αχ… Μάνα, Μάνα…
Το κορμί που κανάκεψαν τα χέρια σου
έλιωσε σήμερα κάτω απ’ το λιθάρι.
Η φωνή που νανούριζε τον ύπνο σου
βέλαξε κατ’ απ’ το μαχαίρι.
Μα εσύ γέλα, ακριβή μου. Γέλα…
Πες πως ξύπνησες απ’ όνειρο κακό.
Και γέλα να τα διώξεις.
Γέλα, κι εγώ… ησύχασε, Μανούλα.
Είμαι καλά
Σήμερα μου χύσανε το φως μου. Είμαι καλά.
Είμαι καλά. Χτες κόψανε τα νύχια μου.
Τρόμοι μου πήραν τα φρένα μου. Είμαι καλά.
Είμαι καλά. Αύριο θα με σταυρώσουν.
Είμαι καλά. Είμαι καλά. Είμαι καλά…
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω.
Γι’ αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο.
Πάνω σ’ αυτόν τον ανεμόδαρτο γκρεμνό.
Σ’ αυτό το τρελό νεκροταφείο
πως όλοι οι νεκροί του είναι καλά

Ο Λουντέμης κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, για αντεθνική δράση, κλπ γνωστά της εποχής και μετά από χρόνια εξορίας στην Ικαρία – Μακρόνησο και Αη-Στράτη και ενώ πλέον είναι ετοιμοθάνατος από τις κακουχίες και το ξύλο δικάζεται (1956) για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες».Απόσπασμα από τη δίκη:

Ο Θεοτοκάτος (συνήγορος του Λουντέμη) παίρνει από το τραπέζι ένα πανόδετο βιβλίο με γαλάζιο ξεθωριασμένο εξώφυλλο, το ανοίγει και αρχίζει να απαγγέλει, καθαρά και βροντόφωνα για να μπορούν να τον παρακολουθούν όλοι:
 

 Εγώ είμαι ο γκρεμιστής
 Γιατί εγώ είμαι κι ο χτίστης
 Ο διαλεχτός της άρνησης
 Κι ο ακριβογιός της πίστης.
 Και θέλει και το γκρέμισμα
 Νου και καρδιά και χέρι.

Στου μίσους τα μεσάνυχτα
Τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός,
Του χαλασμού πατέρας
Πάντα κοιτάζω προς το φως
Το απόμαυρο της μέρας

       Του μακρεμένου αγναντευτής
       Κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
       Και με το καριοφύλλι μου
       Και με το απελατίκι
       Την πολιτεία την κάνω ερμιά,
       Γη χέρσα το χωράφι.

Εδώ ο Θεοτοκάτος σταματά, στρέφεται προς το μάρτυρα και λέει:

-Περιμένω ν’ ακούσω τη γνώμη σας γι’ αυτό το κείμενο κύριε μάρτυς.
 Ο Καραχάλιος (μάρτυρας, αστυνόμος γενικής ασφαλείας) σωπαίνει. Ύστερα από     
λίγο λέει:

-Δεν μπορώ να εκφράσω γνώμη μόνο από ένα απόσπασμα.
-Τότε παρακαλώ τον πρόεδρο να μου επιτρέψει να συνεχίσω, λέει ο Θεοτοκάτος.

       Κάλλιο φυτρώστε αγραγκαθιές
       Και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
       Κάλλιο φουσκώστε ποταμοί,
       Και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι,
       Και, δυναμίτη, βρόντηξε
       και σιγοστάλαξε αίμα
       Παρά σε πύργους άρχοντας
       Και σε ναούς το ψέμα.
       Των πρωτογέννητων καιρών
       Η πλάση με τ’ αγρίμια
       Ξανάρχεται. Καλώς να ’ρθη.
       Γκρεμίζω την ασχήμια…

 Εδώ σταματάει πάλι ο συνήγορος και ξαναρωτάει το μάρτυρα:-Μήπως τώρα κύριε μάρτυς, σχηματίσατε γνώμη;Αντί για απάντηση ο μάρτυρας ρωτά:

     -Τίνος είναι αυτό το βιβλίο;
     -Γιατί κύριε μάρτυς, σας ενδιαφέρει;
     -Ναι, με ενδιαφέρει.
     -Γιατί σας ενδιαφέρει; Εσείς είπατε προηγουμένως ότι για να σχηματίσετε άποψη για κάποιο έργο          δεν σας ενδιαφέρει ο συγγραφέας αλλά το περιεχόμενο και μόνο αυτό.

-Μα ξέρετε κύριε συνήγορε…
Όταν γνωρίζουμε το συγγραφέα, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι λέει.
Λοιπόν, πέστε μου, σας παρακαλώ, τίνος είναι για να μπορέσω να κρίνω και να
εκφέρω γνώμη.
-Δεν θα σας τον πω, γιατί αυτό αντιβαίνει στη συμφωνία που κάναμε πριν λίγο.
Κι ύστερα εσείς μόνος σας είπατε ότι κρίνετε αντικειμενικά ένα λογοτεχνικό
έργο. Το κρίνετε απ’ το περιεχόμενο κι όχι από το συγγραφέα του.
Εδώ επεμβαίνει ο εισαγγελέας
-Τέλος πάντων, κύριε συνήγορε, θα μας τον πείτε καμιά φορά αυτόν το συγγραφέα του κειμένου;
Ο Πρόεδρος Φαρμάκης, που έχει χάσει φαίνεται την υπομονή του, γυρίζει προς
τον εισαγγελέα και λέει:
-Αφήστε κύριε εισαγγελέα.
Κάποιος του ιδίου φυράματος με το Λουντέμη θα είναι κι αυτός.
Ο Θεοτοκάτος ήρεμος άνοιξε το βιβλίο για να συνεχίσει το διάβασμα.
Βλέποντάς τον ο πρόεδρος, τινάχτηκε πάνω σαν να τον σούβλισαν με πυρωμένα σουβλιά και λέει ουρλιάζοντας:
-Κύριε συνήγορε, δεν σας επιτρέπω να συνεχίσετε. Δεν σας επιτρέπω να διαβάζετε ενώπιόν μας τέτοια κείμενα. Αυτό που διαβάσατε δεν είναι ποίημα, είναι λίβελλος εναντίον του έθνους, είναι ένα κείμενο αντεθνικόν, που πρέπει να κατασχεθεί και να καταστραφεί αμέσως, ενώ εκείνος που το ’γραψε, αν δεν έχει καταδικαστεί μέχρι τώρα, πρέπει να καθίσει στο εδώλιο μαζί με τον πελάτη σου, να καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία και να κρεμαστεί…
Αυτός δεν είναι Έλλην, είναι προδότης, εχθρός της πατρίδας… είπε ο πρόεδρος και κάθισε. Έτρεμε ολόκληρος από το θυμό του.
-Κύριε πρόεδρε, λέει ο Θεοτοκάτος, ομολογώ πως τέτοιο λαβράκι δεν το περίμενα στα δίχτυα μου. Εγώ αλλού ψάρευα, συμπληρώνει, δείχνοντας τον μάρτυρα κατηγορίας. Το ποίημα που απήγγειλα πριν λίγο ενώπιόν σας και που εσείς το χαρακτηρίσατε λίβελλον εναντίον του έθνους, αντεθνικόν, κλπ, κλπ, είναι απόσπασμα απ’ το γνωστό ποίημα «Ο εκδικητής» που κυκλοφορεί σήμερα στην Ελλάδα ελεύθερα και διαβάζεται από όλους τους Έλληνες. Εκείνος που το ’γραψε και που κατά τη γνώμη σας πρέπει να δικαστεί για προδοσία δεν είναι άλλος από τον εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά, που όλο το έθνος τον διαβάζει, τον αγαπά και τον τιμά. Ναι, ο Κωστής Παλαμάς, κύριε πρόεδρε.
Και για να πεισθείτε, καταθέτω το βιβλίο με το γκρίζο εξώφυλλο λέγοντας:
-Όσο προδότης είναι, κύριε πρόεδρε, ο εθνικός μας ποιητής, άλλο τόσο είναι
προδότης κι ο Λουντέμης, που έγραψε το βιβλίο «Βουρκωμένες μέρες» και για το
οποίο τόσο λυσσαλέα διώκεται.
Το ακροατήριο ξεσπά σε χειροκροτήματα. Ο πρόεδρος αιφνιδιάζεται, τα χάνει.
Δεν ξέρει τι να κάνει. Και για να βγει από τη δύσκολη θέση χτυπά το κουδούνι
αμήχανα και διακόπτει τη συνεδρίαση λέγοντας:
-Άνθρωποι είμαστε κι εμείς, δεν μπορεί να τα ξέρουμε όλα.
Απόσπασμα από τη δίκη

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έστω. Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος;
ΒΑΡΝΑΛΗΣ : Ένοχος; Όχι! Για να ναι ένοχος ένας Συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις; Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας, με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ’ εθνική σκλαβιά, ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Εις ένα από τα υπό κατηγορίαν κείμενά του και συγκεκριμένα εις το υπό τον τίτλον
«Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό»…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ε;…
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Ο Συγγραφεύς -δια να σώσει την τρυφεράν Ειρηνούλαν από την βουλιμίαν των αφεντικών της- την παραδίδει εις τας χείρας των εργατών.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Καλά κάνει.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Δε θα μπορούσε, έξαφνα, να την παραδώσει εις χείρας εκείνων οίτινες είναι εντεταλμένοι για την φρούρησιν της τιμής των…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ποιονών. Των χωροφυλάκων;
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Βεβαίως.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Όχι! Θα την πουλούσαν στο μπουρδέλο.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Κύριε Βάρναλη…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Τη γνώμη μου δε ζητήσατε; Τη γνώμη μου είπα. Ξέρω, εσείς έχετε άλλην γνώμη.
Αλλά δεν είσθε σεις ο μάρτυρας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τίποτε άλλο κ. Βάρναλη. Μπορείτε ν’ αποσυρθείτε.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (δυνατά): Κοιτάξτε μην τύχει και τον αθωώσετε «λόγω αμφιβολιών»! Αν οι Νόμοι σας καταδικάζουν αυτές τις αρετές, καταδικάστε τον! Δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Κανένα! Σας το λέω εγώ!
Ο Μενέλαος Λουντέμης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Βαλασιάδη) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1906. Μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα η εύπορη οικογένεια του συγγραφέα πτώχευσε και ο ίδιος αναγκάστηκε από μικρή ηλικία να βγει στη βιοπάλη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου εντάχθηκε στην Αριστερά και έλαβε μέρος στην Αντίσταση. Μετά την απελευθέρωση υπήρξε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων του ΕΑΜ.
Εξορίστηκε στη Μακρόνησο, τον Άη-Στράτη και αλλού και πέρασε τις ταλαιπωρίες των αριστερών συγγραφέων του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Το 1956 δικάστηκε για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» στο οποίο περιγράφει τα βάσανα των εξορίστων. Το 1958 κατέφυγε στη Ρουμανία απ’ όπου επέστρεψε μετά την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών. Το 1968 του αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια.
Τα βιβλία του σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, διαβάστηκαν και διαβάζονται από όλες τις ηλικίες των αναγνωστών. Η συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν» (1938) τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο πεζογραφίας. Από το πλούσιο έργο του ξεχωρίζουν τα μυθιστορήματα: «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», «Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος», «Οδός Αβύσσου αριθμός 0»,
«Το ρολόϊ του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα» και πλήθος άλλα.
Έγραψε επίσης ποίηση, θέατρο, ταξιδιωτικά και πολιτικά κείμενα.
Πέθανε στις 22 Ιανουαρίου 1977 από καρδιακή προσβολή.