ΠΟΙΟΣ ΕΒΑΛΕ ΤΗ ΦΩΤΙΑ;
Όταν περάσουνε τα χρόνια απ’ τον σκορπιό
Και δεν θα έχεις άλλο για να με μισήσεις
Στείλε μου τότε μόνο ένα ευχαριστώ
Που δεν σε σκότωσα και σ’ άφησα να ζήσεις.
Θα πω εκείνα που δεν άντεχες ν’ ακούς
Και μία πείνα για αγάπη θα σε τρώει
Θα μείνεις μόνη μα συνέβη σε πολλούς
Όσοι αγάπησαν δεν είναι τόσο αθώοι.
Και δεν θα έχεις άλλο για να με μισήσεις
Στείλε μου τότε μόνο ένα ευχαριστώ
Που δεν σε σκότωσα και σ’ άφησα να ζήσεις.
Θα πω εκείνα που δεν άντεχες ν’ ακούς
Και μία πείνα για αγάπη θα σε τρώει
Θα μείνεις μόνη μα συνέβη σε πολλούς
Όσοι αγάπησαν δεν είναι τόσο αθώοι.
Οδυσσέας Ιωάννου
ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Φύσηξα τα κεριά απ’ την τούρτα για να μην τα σβήσει ο άνεμος.
Οι ρινόκεροι πετούσαν πάνω απ’ τις φλόγες. Εκεί που έβρεχε στάχτες.
Οι αμάλθειες ήταν δεμένες απ’ το δεξί τους πόδι στις φλεγόμενες επαύλεις.
Το μπουρδελο που λέγεται κράτος ήταν για μια ακόμα φορά ανεπαρκές.
Καιγόντουσαν τα πάντα…
Όνειρα μιας ζωής που γίνανε μαντάρα… Μέσα σε λίγα λεπτά…
Είναι τότε που «γερνάς και σκοτεινιάζει».
Γιατί σε προδώσανε οι μαλάκες, οι ρουφιάνοι, οι γελοίοι, οι αμόρφωτοι.
Και σε πρόδωσαν γιατί εσύ ήσουν ο καλύτερος!
Τότε αυτός φώναξε με αγανάκτηση:
-Θα παραιτηθώ. Δεν τον αντέχω άλλο, είναι απατεώνας.
Πέρασε πολύς καιρός για να το καταλάβεις αυτό, παλιέ μου συμμαθητή.
Τόσα χρόνια, μαζί δεν συντρώγατε, δεν συμπίνατε και στο άλλο μαγαζί;
Τι σου ’φταιξε τώρα;
Οι ζαβές που μάζεψε και τους έδωσε και εξουσία;
Η οικονομική διαχείριση που μπάζει νερά;
Γιατί δεν το λες το ποίημα όλο;
Τι φοβάσαι;
Είσαι κάτι που του μοιάζει;
Και τώρα που έφυγες, τι νομίζεις πως σε ξέπλυνε; Η κολυμπήθρα του Σιλωάμ;
Η αστυνομία δεν μπορεί να σβήσει τις φωτιές.
Μόνο να ισχυροποιήσει το αστυνομικό κράτος του Μητσοτάκη. (Με τις πορδές δεν βάφεις αυγά Κούλη).
Οι άλλοι ήταν άσχετοι και άχρηστοι και συνέβηκαν όλα αυτά που συνέβηκαν
στο Μάτι. Τούτοι εδώ όμως είναι εγκληματίες!
Αυτοί πού την πάνε την δουλειά;
Τι θέλουν να κάνουν;
Ό,τι δεν κάηκε χθες, καίγεται τώρα!
Οι εθελοντές πάλευαν μόνοι τους με κλάρες για να σβήσουν την φωτιά.
Πυροσβέστες δεν υπήρχαν. Νερό δεν υπήρχε. Μόνο αστυνόμοι υπήρχαν!
Όπως και τότες που πάλευε μόνος του, μαζί με μια χούφτα συντρόφους
ο Αθανάσιος Κλάρας (Άρης Βελουχιώτης). Τότε πάλευε μόνος του όπως και οι εθελοντές. Κόμμα δεν υπήρχε. Οργάνωση δεν υπήρχε. Ήθος δεν υπήρχε.
Μοναχά ρουφιάνοι και ταγματασφαλίτες.
Πώς να τα βγάλεις πέρα με τον υπόκοσμο;
Κι’ απε Δεκέμβρη στην Αθήνα και φωτιά
τούτο της γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι
λικνίζει κάτω από το Δρυ και την Ιτιά
Το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη*
Οι ρινόκεροι πετούσαν πάνω απ’ τις φλόγες. Εκεί που έβρεχε στάχτες.
Οι αμάλθειες ήταν δεμένες απ’ το δεξί τους πόδι στις φλεγόμενες επαύλεις.
Το μπουρδελο που λέγεται κράτος ήταν για μια ακόμα φορά ανεπαρκές.
Καιγόντουσαν τα πάντα…
Όνειρα μιας ζωής που γίνανε μαντάρα… Μέσα σε λίγα λεπτά…
Είναι τότε που «γερνάς και σκοτεινιάζει».
Γιατί σε προδώσανε οι μαλάκες, οι ρουφιάνοι, οι γελοίοι, οι αμόρφωτοι.
Και σε πρόδωσαν γιατί εσύ ήσουν ο καλύτερος!
Τότε αυτός φώναξε με αγανάκτηση:
-Θα παραιτηθώ. Δεν τον αντέχω άλλο, είναι απατεώνας.
Πέρασε πολύς καιρός για να το καταλάβεις αυτό, παλιέ μου συμμαθητή.
Τόσα χρόνια, μαζί δεν συντρώγατε, δεν συμπίνατε και στο άλλο μαγαζί;
Τι σου ’φταιξε τώρα;
Οι ζαβές που μάζεψε και τους έδωσε και εξουσία;
Η οικονομική διαχείριση που μπάζει νερά;
Γιατί δεν το λες το ποίημα όλο;
Τι φοβάσαι;
Είσαι κάτι που του μοιάζει;
Και τώρα που έφυγες, τι νομίζεις πως σε ξέπλυνε; Η κολυμπήθρα του Σιλωάμ;
Η αστυνομία δεν μπορεί να σβήσει τις φωτιές.
Μόνο να ισχυροποιήσει το αστυνομικό κράτος του Μητσοτάκη. (Με τις πορδές δεν βάφεις αυγά Κούλη).
Οι άλλοι ήταν άσχετοι και άχρηστοι και συνέβηκαν όλα αυτά που συνέβηκαν
στο Μάτι. Τούτοι εδώ όμως είναι εγκληματίες!
Αυτοί πού την πάνε την δουλειά;
Τι θέλουν να κάνουν;
Ό,τι δεν κάηκε χθες, καίγεται τώρα!
Οι εθελοντές πάλευαν μόνοι τους με κλάρες για να σβήσουν την φωτιά.
Πυροσβέστες δεν υπήρχαν. Νερό δεν υπήρχε. Μόνο αστυνόμοι υπήρχαν!
Όπως και τότες που πάλευε μόνος του, μαζί με μια χούφτα συντρόφους
ο Αθανάσιος Κλάρας (Άρης Βελουχιώτης). Τότε πάλευε μόνος του όπως και οι εθελοντές. Κόμμα δεν υπήρχε. Οργάνωση δεν υπήρχε. Ήθος δεν υπήρχε.
Μοναχά ρουφιάνοι και ταγματασφαλίτες.
Πώς να τα βγάλεις πέρα με τον υπόκοσμο;
Κι’ απε Δεκέμβρη στην Αθήνα και φωτιά
τούτο της γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι
λικνίζει κάτω από το Δρυ και την Ιτιά
Το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη*
*Νίκος Καββαδίας