Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

ΤΟ ΚΑΤΕΨΥΓΜΕΝΟ ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΙ

          Το κατεψυγμένο μπαρμπούνι
             Μήπως είναι αυτός που μες στη νύχτα μαζεύει τα όνειρά μας
σε σακούλες ή χύμα, και τα πετάει στη μεγάλη χωματερή του ουρανού;
Βράζει ή παγώνει η νύχτα και τον ακολουθεί.
Από κάπου ακούγεται η πρώτη συμφωνία του Γούσταβ Μάλερ.
Οι δρόμοι βρεγμένοι, γεμάτοι ρακοσυλλέκτες, ταιριάζουν τα ανόμοια.
Ο γαλαξίας κλεισμένος σε παλιά μπουκάλια μπίρας
βγάζει καπνούς, νοσταλγίες και πάει λέγοντας…
Αυτός -ας πούμε- ο θάνατος φωτογραφίζει τοπία
της αγάπης σου και τα ταχυδρομεί στο πουθενά.
Η νύχτα προχωρά, τελειώνει και αυτός ο επίορκος
συσσωρεύει τα σκουπίδια μπροστά σε ένα άγαλμα
του καθημερινού ανθρώπου.
 Άγαλμα από γυαλί, φως και παρελθόν. Πώς περνούν οι ώρες;
Πώς μας δείχνουν οι δείχτες ξυράφια την εφορία
και το Υπουργείο Οικονομικών.
Οι πεθαμένοι δεν μιλάνε
και αυτός διαλαλεί τον θάνατο και τα κενά του χρόνου
σε ληγμένα γραμμάτια της συμφοράς
.
                                                                
                                                                            ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ 

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Καύσωνας, χαλάζι, βροχή και μύκητες κατέστρεψαν τη σταφίδα, τις ελιές και τα σύκα. 
Οι τσούχτρες έτρωγαν το πλαγκτόν και τα δελφίνια τις τσούχτρες.
Εγώ έτρωγα μπαρμπούνια κατεψυγμένα.
Ήταν ένα ζεστό απόγευμα του Ιουλίου και δυσκολευόμουν να γράψω.
Οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, του ΚΚΕ και του Ποταμιού είχαν αποχωρήσει από τη Βουλή, αρνούμενοι να ψηφίσουν τις τροποποιήσεις του Υπουργείου Οικονομικών.
Ο εν ενεργεία ταχυδρόμος έγραφε πρωτόλεια ποιήματα κάνοντας προπόνηση και ξοδεύοντας 
το χρόνο του μέχρι να συνταξιοδοτηθεί.
Τότε θα είναι έτοιμος για να βραβευτεί από τις συναγωγές.
Οι αξιολογήσεις των νέων διευθυντάδων είχαν δημοσιευτεί στα ηλεκτρονικά μέσα.
Οι μουγκοί επιβραβεύτηκαν στις συνεντεύξεις.
Τα Κυπριακά online Πανεπιστήμια γέμισαν όλο τον κόσμο με μεταπτυχιακά.
Πώς γεννούν οι πεταλούδες; Πώς κάνουν ύπτιο τα βατράχια;
Το Δημόσιο πάντα επιβράβευε τα φυτά και τα λουλούδια.
Εξ ου και ο «Βασιλικός κήπος» με τις μαργαρίτες, τις παπαρούνες, τις λιμνούλες και τις πάπιες.
Για να τα βλεφαριάζουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, να εμπνέονται και να γράφουν ποιήματα.

Μια πάπια μα ποια πάπια
Μια πάπια με παπιά

Της παπαρούνας τον ανθό
να μην τον κατουρήσεις
γιατί βαραίνει το πιοτό
και θα ταλαιπωρήσεις…

Νιαου, νιαου, η γάτα
Πι, πι, το παπί

Ε, ρε τεράστια Ελλάδα! Χώρα της υψηλής τέχνης και του πολιτισμού!

Επανήλθαμε στις αγορές με ακριβά επιτόκια.
Αυτό θα είναι το καινούργιο κόλπο της νέας μας πτώχευσης.
Το ότι βγαίνουμε στις αγορές, αυτό αφορά το κεφάλαιο, τις συναλλαγές του και τους όρους δανεισμού του. Δεν αφορά τους φτωχοαρουραίους.
Ο φτωχοαρουραίος ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου 
και πληκτρολογεί τον αριθμό στου Μαξίμου.
Βάλε και δυο κουτιά μαρμελάδα βερίκοκο και δυο σοκοφρέτες κουκουρουκου.
Βάλε και έναν ρέγκο αρσενικό. Μ΄ ακούς κυρ-Στέφανε; Και ένα αυτόγραφο του Σπαλιάρα.
Βάλε και αυξημένες συντάξεις, κυρ-Στέφανε. Βαλε και το ΕΚΑΣ.  
Βάλε και βασικό μισθό στα 751 ευρώ. Βάλε και ¼  (ένα τέταρτο) μνημόνιο.
Από το καλό όμως, ε;  Θα το κάψουμε απόψε, κυρ-Στέφανε.
Μ’ ακούς κυρ-Στέφανε; Μ’ ακούς…

Βασίλευε ὁ ἥλιος πίσω ἀπ᾿ τοὺς στρατῶνες, οἱ ζητιάνοι ψάχνανε γιὰ λίγο νερό,
μὰ ὅλα τὰ λαγήνια ἦταν ἀναποδογυρισμένα στὴν πόλη Κανά,
οἱ γυναῖκες φεύγανε κλαίγοντας μέσα στὸ κίτρινο σούρουπο,
ἐγώ, κυνηγημένος, μοίραζα πάνω στὸ λόφο τὸ κρασί μου μὲ λῃστὲς
καὶ ψευδομάρτυρες, ἐνῷ ὁ σταυρὸς δάγκωνε κιόλας τὴν ἄκρη τοῦ παλτοῦ μου.
Ποιὸν ν᾿ ἀγαπήσω; Σὲ ποιὸν νὰ ἐξομολογηθῶ;
Μονάχα ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι μ᾿ ἄκουσε νὰ παραπονιέμαι,
ἤπια ὅλο τὸ βοῦρκο στὸν ὑπόνομο ποὺ μ᾿ ἔριξαν,
τ᾿ ἄντερά μου ἔγιναν οἱ δρόμοι ποὺ κυλᾶνε ἁμάξια θριάμβου,
ἔβγαλα τὰ φτερά μου καὶ τὰ κάρφωσα στὴ γριά, ποὺ τὴ θάβαν ὁλομόναχη
μ᾿ ἕνα σπουργίτι στὸ γειτονικὸ δέντρο, μὲ μιὰ παλιὰ κασετίνα γεμάτη στάχτη 
— θυμηθεῖτε μὲ ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα.
Ἐργόχειρα φυλακισμένων στέγνωναν στὸ τζάκι,
ἦταν φθινόπωρο κι εἶχαν ἐρημώσει τὰ χωράφια,
ἄκουγα τὸ βῆμα τῶν καραγωγέων καταβροχθίζοντας τὸν κλεμμένο σανό.
Τότε εἶδα τὸ μεγάλο ἰκρίωμα, ὅπου ἔπρεπε ν᾿ ἀνεβῶ,
 ἄγνωστο ἂν θὰ στεφθῶ βασιλιὰς ἢ θὰ κυλήσω στὸ καλάθι τῶν ἀποκεφαλισμένων*

*ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ