Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ


ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ



Γέρασα σύντροφε……..γέρασα
Κουράστηκα να μάχομαι δράκους και ανεμόμυλους
Βαρέθηκα μια διαρκή επανάληψη, βαρέθηκα….
Η ταξική πάλη διεξάγεται στους δρόμους της Βραζιλίας
Όταν αντιπαλεύεις όλα όσα αγάπησες όλα όσα γέννησες
Πριν αυτά πέσουν στα χέρια των εκμεταλλευτών και των εμπόρων
Γέρασα σύντροφε …..  Βαρέθηκα….  
Η εμφυλιακή κατάσταση μεταφέρθηκε στα δικά μας χωράφια
Στα δικά μας χώματα.  Ματώνει η καρδιά μου σύντροφε…….
Γιόμισε ο τόπος πουτάνες, προβοκάτορες και μυστικούς πράκτορες
Όπως στα γήπεδα της Βραζιλίας. Όταν ο λαός στους δρόμους,
αντιπαλεύει και μάχεται όλα όσα αγάπησε
Πριν πέσουν στα χέρια των εκμεταλλευτών και των εμπόρων.



ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Αφορμή για να γράψω αυτό το άρθρο ήταν η σχολική παράσταση ενός δημοτικού σχολείου. Η μακέτα της αφίσας ήταν εκπληκτική, όμως δεν παρακολούθησα την παράσταση Άφησα τη φαντασία μου να δουλέψει παίρνοντας υλικό από το σκελετό του κειμένου εκείνου του αρχαίου παππού προσθέτοντας όπως θα το ήθελε και  εκείνος στοιχεία και πρόσωπα της σημερινής πραγματικότητας.
Πρωταγωνιστές του σύγχρονου έργου είναι ένας ψαλιδοχέρης υπερεπαναστάτης,  ένας εσωτερικός μετανάστης εμψυχωτής, η θεά  που ανακάλυψε την κιμωλία το 2014, ο μονάρχης  που είναι ο μόνος που δικαιούται την  «ανατροπή» αφού την έχει κατοχυρώσει ως λέξη στο συμβούλιο των θεών, κάτι γεροντοχούφταλα από το  muppet show. Ξέχασα, κι ο κουρέας. Δεν υφίσταται σύγχρονο έργο, σύγχρονο σενάριο χωρίς κουρέα……
Και ο χορός. Πλήθος λαός όχι όμως πουλιά (χαζοπούλια) αλλά  μαϊμούδες, χιλιάδες μαϊμούδες που χειροκροτούν ό,τι κι αν συμβεί……
Όλοι αυτοί είναι οι άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας, οι γείτονες, οι συμπολίτες.
Αλήθεια, πώς μπορείς να συκοφαντήσεις τους σφουγκοκωλάριους και τους ρουφιάνους του Δήμου; Πώς μπορείς να καταδικάσεις όλους αυτούς τους σκοτεινούς παρασκηνιακούς τύπους, που λυμαίνονται και τρώνε τους φόρους και τους κόπους του απλού πολίτη;
Σκηνές από το έργο της Δευτέρας. Η φυγή δυο ανθρώπων από την τυραννία, τους νόμους, την έλλειψη δημοκρατίας και αξιοκρατίας τους οδηγεί στην ιδέα να δημιουργήσουν το βασίλειο της ουτοπίας. Κατασκευάζουν ένα τείχος ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους για να μην περνάει η τσίκνα και οι μίζες χρησιμοποιώντας σαν εργάτες τα χαζοπούλια, δηλαδή τον απλό λαό.
Παραμυθιάζουν τα χαζοπούλια οι δικολάβοι έχοντας ως κεντρικό σύνθημα
«Ο ΛΑΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ». Αυτά χωρίζονται σε ομάδες (κόμματα) και χτίζουν το τείχος. Ύστερα πλακώνουν λογιστές, τραπεζίτες, μεγαλέμποροι, πολυεθνικές, μεγαλογιατροί, πολιτικοί, Μαφιόζοι, ΜΜΕ, διαφημιστές, η Ιντερπόλ, ο Μπόμπολας,  η Βούλτεψη, ο Γιακουμάτος και ο Βορίδης. Και πριν προλάβει να χαλάσει η συνταγή, το έργο τελειώνει με το γάμο του Καραγκιόζη γιατί σε τούτη δω τη χώρα, όλα πρέπει να τελειώνουν με happy end. 
Όλα καθορίζονται από ρουφιάνους, προβοκάτορες, μαφιόζους και μυστικές υπηρεσίες. Τίποτα δεν μπορεί να επηρεάσει τα προσυμφωνημένα.
Έχουν διεισδύσει παντού, ακόμα και σε χώρους που δε μπορείς να φανταστείς.
Σε σωματεία, σε πολιτικούς οργανισμούς, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στις τράπεζες,
στην εκκλησία, στο στρατό, στην εκπαίδευση, ακόμα και σε αριστερίστικες αντιεξουσιαστικές εξωκοινοβουλευτικές ομάδες.
Τα λεφτά είναι πολλά και χρησιμοποιούνται μέσα θεμιτά και αθέμιτα για την κατάχτηση της εξουσίας.

Ξαφνικά, μια ερώτηση αναστατώνει το πλήθος.
Είναι η φωνή του αφηγητή από το υπερπέραν:
«Σας ρωτώ με απορία όπως θα ρωτούσε κι η αδελφή γοργόνα τον κάθε καραβοκύρη. Σύντροφε θεατή, Ζει η Σοβιετική Ένωση;»
Και του απαντούν οι καπεταναιοι από το υπερπέραν με στόμφο και ένταση:
«Ζει! Ζει και Βασιλεύει! Και τον κόσμο κυριεύει!»

Πριν το φινάλε βγαίνει ο τραγουδιστής στη σκηνή εντελώς μόνος. Είναι βαμμένος
με τα χρώματα του πολέμου. Δεν υπάρχει καμία  μαϊμού ούτε στο χορό ούτε στο
ακροατήριο και τραγουδάει οργισμένος …..


Ποιος σκάει ο κόσμος κι αν χαλάει
αυτή η βρωμοάνοιξη σαν σβούρα με γυρνάει
κι η καρδιά μου σαν σαράβαλο σε κατηφόρα πάει

Άντε ας πάει ψηλά ετούτη η ζήση
μοσχοβολάει η ανάσα της μπαρούτι και χασίσι
κι η καρδιά μου σαν σαράβαλο που ορμά να τη φιλήσει

Ποιος κλαίει μέσα μου και μου λέει
ξύπνα δεν είναι όνειρο το χιόνι που μας καίει
η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει

Ποιος σκάει ο κόσμος που το πάει
αυτή η βρωμοάνοιξη με σκίζει με μεθάει
κι η καρδιά μου σαν σαράβαλο στ’ αστέρια ξεφυσάει

Πού θα πάει, πού θα πάει τούτη η ρόδα που κολλάει
κι όλο στην αρχή γυρνάει
πού θα πάει θα ξεκολλήσει
κι ο κόσμος σαν σαράβαλο γι’ αλλού θα ροβολήσει

Πού θα πάει, πού θα πάει τούτη η νύχτα που κρατάει
και δε λέει να τελειώσει
πού θα πάει θα ξημερώσει
κι η καρδιά μου σαν σαράβαλο όλους σας θ’ ανταμώσει*

* Γιάννης Αγγελάκας  «Το σαράβαλο»