Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

14 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΡΟΖ ΒΙΒΛΙΟ


           14 ΠOIHMATA ΑΠΟ ΤΟ ΡΟΖ ΒΙΒΛΙΟ
                           ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΠΟΛΙΤΗ



Ο ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ
Μοίρασε ο ήλιος άδικα
τα αμύθητα του πλούτη
ποιος διάβολος επέλεξε
τη μοναξιά ετούτη;
Ποιος νταβατζής και ποιος Θεός
του είπε να το κάνει;
Ποιος άφησε τα όνειρα
να πιάσουνε λιμάνι.

ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
Ξημέρωσε και τα σεντόνια πάλι ξέστρωτα
ξέρω τα ποιήματα μου πως άλλα χέρια θα χτενίσουν.
Θα πάρω εγώ την πίκρα από τα μάτια σου
τις άσχημες στιγμές που έχω περάσει
ανακατώνοντας τα χρώματα της θάλασσας
το θόρυβο απ΄ τα ζάρια μες το τάβλι
Τις μουσικές, τα βογκητά, τα κλάματα
γλυκό του κουταλιού, πυγολαμπίδες
παγάκια, νες καφέ και τη μιζέρια σου
πείσμα, θυμούς και ουζομεθύσια
Θα απλώσω και τα χρώματα να λιάζονται
σε συλλογές πλεγμένο ουράνιο τόξο
και συ θα τα πετάς μες τα σκοτάδια σου
φυλακισμένα χρώματα μες το συρτάρι

ΓΙΟΡΤΗ
Θα βάλω γκάιντες και φλάουτα να ουρλιάζουνε
Θα πάρω κουρέλια και βότσαλα και θα λανσάρω μόδα
Και θα βαρούν τα σήμαντρα στις πλατείες, σε μυστικούς κώδικες
για πράγματα που εγώ δυσκολεύομαι να καταλάβω
Και ο άνεμος θα φυσάει παρασύροντας πολιτικούς,
παλιάτσους, αλλοδαπούς και σκουπίδια
Τη μέρα που άλλοι θα περιμένουν σαν γιορτή, σαν ανάσταση
και άλλοι σαν μέρα καταστροφής
Τότε που οι πλαστικές σημαίες και τα συνθήματα
θα χώνονται στους κώλους τους
Τότε που οι πουτανες θα φτιάχνονται μεταξύ τους
με μυστικούς κώδικες που εγώ αρνούμαι να καταλάβω


ΔΙΚΑΙΩΣΗ
Φυλάκισαν τις μουσικές τις νότες σου
Οι ανάγκες σου φωλιάζουν στον Καιάδα
Ηφαίστειο φωτεινό που το ρημάξανε
Πετώντας άχρηστους, ανήμπορους, προδότες
Μα η λάβα που ζητούσε τη ζωντάνια σου
Εσένα να ρουφήξει, να αγκαλιάσει
Να γίνει ένα με τη σάρκα της η σάρκα σου
Σε ερωτικά παιχνίδια να σε ενώσει
Αθάνατος να μείνεις να φωτίζεσαι
Στου ηφαίστειου τη λάβα να ερημώνεις.


ΓΥΝΑΙΚΑ
Γυναίκα που απ΄ τα σωθικά σου
βγάζεις μαύρα σκουλήκια
με εμετούς και με φτηνόλογα
Κατάρες που βαραίνουνε
το άρρωστο μυαλό σου.
Σπέρμα αντρικό,
του παρελθόντος σου υπολείμματα
Ξερνώντας με αίμα
του ονείρου τη μητρότητα
Γεννάς ομφάλιους λώρους
και ανθρώπινα εξαρτήματα
Μυαλά εντόμων και βρεφών
που αποπλανούσες
Ασκώντας δύναμη
απ’ την πίστη που ξεπούλησες
Πατώντας όρκους
στο βωμό της εξουσίας σου
Καιροσκοπώντας, τρώγοντας
δείχνοντας την κοιλιά σου
Προβάλλεις την κουλτούρα σου
στα θέατρα στις τέχνες
Αχόρταγη σαπίζοντας
στης μήτρας σου την πείνα


ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ
Της μουσικής η θλίψη
διάδρομο θα ανοίξει
στο μυαλό σου
Θα γίνει συναυλία
φθαρμένη συνουσία
στα σεντόνια σου
Ανόητες γκριμάτσες
πάλι οι ίδιες φάτσες
στο πρόσωπο σου


ΦΥΛΑΞΟΥ
Δεκαεφτά κόκκινα τριαντάφυλλα
ανταλλάχτηκαν με υλικό
Τα φύλλα κιτρίνισαν
και μυρίζουν βενζίνη
Η άσπρη σκόνη σου λεκιάζει τα ρούχα
Φυλάξου!!!
Θα σου ασπρίσουν τα μαλλιά
την καρδιά, το βλέμμα
Οι νοσοκόμες θα έχουνε ρεπό
Στις θέσεις τους θα βρίσκονται
αλκοολικοί παπάδες
διεστραμμένοι Ιησουίτες
φθαρμένες τεκνατζούδες
Φυλάξου!!!
Μας κρίνουνε!!!

 











ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΤΡΑΠΕΖΙ
Άστο να καίγεται
Να μυρίζω τον καπνό του
Να θολώνει η ατμόσφαιρα
Άστο να καίγεται
Ο καπνός του,
να μου θολώνει το βλέμμα,
να δακρύζω
Άστο να καίγεται


ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΑΛΣ
Ένα αρποκίθαρο
και δυο ζευγάρια φεγγάρια
σε ένα βαλς φινάλε
Τα αδέσποτα σκυλιά κείνη τη βραδιά
δεν ακούγονταν
Γαύγιζαν μοναχά τα έγκλειστα
ουρλιάζοντας μια φάλτση
μελωδία θανάτου
Το τελευταίο βαλς ολοκληρώθηκε
παιγμένο από ένα αρποκίθαρο
και δυο ζευγάρια φεγγάρια


ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
Η σέλα ανάμεσα στα ιδρωμένα σκέλια
Κραδασμοί και εκρήξεις στα όργανα
Γυμνά όργανα σολάρουν στο διάστημα
Η αγιοσύνη μικραίνει την απόσταση
Διασκορπίζεται και εξατμίζεται
Ο ήχος της εξάτμισης ξυπνάει τους θλιβερούς παλιάτσους
Συντονίζεται με τ’ αστέρια του μέλλοντος και τραγουδάει
Κι ύστερα……..
Κι ύστερα. Η οικογένεια… «η μικρογραφία του καπιταλισμού»
Κοντές και χαμηλόκωλες, μαυριδερές και θαλασσιά φαντάσματα
Φαλτσάρουν τις ομορφιές της φύσης.

ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ
Κουνάω τα πάντα,
τα πάντα τραντάζω
ανίκανο πλήθος,
και σένα σ’ αλλάζω
Σαν να μαι ζητιάνος
να βρω το κορμί σου
θα κλείσουν οι δρόμοι,
κι η ίδια η ζωή σου……
Σαν φέρετρο κρύο,
πηχτό το σκοτάδι
θα κλείσουν οι δρόμοι,
κι ας έρχεται βράδι……..

ΦΩΤΙΑ
Στη δύση του αιώνα
θα πάρω μια χελώνα
θα πάρω παραγάδι
και το καλό σημάδι
Φωτιά!
Μια πυρκαγιά μες την καρδιά
σχισμένα γόνατα και φόρμα ποδηλάτου
στα μπράτσα και στους ώμους σου
κρύβεται η χαρά του.
Ανάμεσα στα στήθια σου
θα γείρω να πλαγιάσω
αναζητώ τον άσσο
να κλείσω στο κουμ-καν
Και αν σε κερδίσω αν,
θα σε κρατώ απ’ το χέρι
θα τρέχουμε στα γήπεδα
στα θέατρα στους δρόμους
ο ιδρώτας σου στους ώμους
θα λάμπει σαν φωτιά.


ΨΑΧΝΟΥΝ ΟΠΛΑ
Ψάχνουν  όπλα
σε καραβάνια φορτηγών ψυγείων
σε μοναστήρια παλαιοημερολογιτών
σε υπόγεια γυμναστήρια και παράγκες
σε σπίτια απόστρατων και συνταξιούχων μπάτσων
στα ράσα των παπάδων και των τραβεστί
στις φωλιές των φιδιών και των κοράκων
στους τάφους των δεινοσαύρων της χούντας
σε ορυχεία και σε μασονικές στοές
σε μυστικές μπαρουταποθήκες της κόλασης

Η ΜΟΣΧΑ ΕΚΛΑΨΕ
Έκλαψε η Μόσχα. Καπνοί στο μαυσωλείο.
Φωτιά στα σιτάρια, στα ρώσικα μάτια δάκρυα
Θα σβήσουν τη φωτιά με τη δύναμη των δακρύων
Θα σβήσουν τη φωτιά με τη δύναμη της βροχής
Θα σβήσουν τη φωτιά με τη δύναμη της ψυχής
Θα την βρουν την άκρη.
Θα σώσουν ο ένας τον άλλον!
Θα ορθοποδήσουν!
Εμάς ποιος μας σώζει;