Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ


   Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Να την πάλι η Αλίκη στην «ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ» συναισθηματικά φορτισμένη και φοβισμένη από τους κρότους και τις φωτιές του πολέμου. Δεν τους συνήθισε ακόμα κι ας ήταν εκεί: στο Βιετνάμ, στη Χιροσίμα, στη Γιουγκοσλαβία, στον πόλεμο του Κόλπου, στο Αφγανιστάν, στη λωρίδα της Γάζας.
Δεν συνηθίζεται  ο ανθρώπινος πόνος. Ήταν εκεί όταν οι σωτήρες της ειρήνης σκόρπησαν  ραδιενέργεια, όταν βομβάρδισαν νοσοκομεία. Αντίκρισε τον πόλεμο στο βλέμμα τραυματισμένων και ορφανών παιδιών. Τώρα είναι εκεί, στον πόλεμο του φύλαρχου με τους αποικιοκράτες,  που επιβάλουν την ειρήνη εξοντώνοντας λαούς, σκορπώντας το θάνατο σε άμαχο πληθυσμό.
 Κι όσοι απέμειναν γίνονται  μετανάστες σε ξένους τόπους,  σε συνθήκες πείνας, εξαθλίωσης και παντελούς  έλλειψης ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Όμως σε συνθήκες πολέμου, δεν ζούμε και μείς; Δεν ζούμε τον ψυχολογικό πόλεμο της αβεβαιότητας, του φόβου και της ανασφάλειας;
Στην πλατεία Εξαρχείων τα παγκάκια είναι άδεια. Τα φώτα σβηστά. Μόνο μια μελωδία σιγοτρίζει, που έρχεται από απροσδιόριστο τόπο και χρόνο και διασκορπίζεται  
«Πλέκω στιχάκια κι έχω ένα φόβο να μη χτυπήσει το τηλέφωνο
και  ειν' ο τύπος απ' το κράτος που ελέγχει αν υπακούει το φερέφωνο»
Πού πας φερέφωνο; Τα κοράκια κι οι νεκροθάφτες περιμένουν το φαγοπότι για να γιορτάσουν πάνω απ’ τα πτώματα. Στον τοίχο γραμμένο με κόκκινο σπρέι «Δε θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη!»
Θέλω να κλαίω. Θέλω να γελάω. Αλλά θέλω και να διαλέγω τη στιγμή  μόνη μου, ψιθύρισε η Άλικη. Δεν  χρειάζομαι προστάτες.
Κι η ιστορία αρχίζει…….
Ας αφήσουμε τη δύναμη του λόγου και της εικόνας για τη συνέχεια…..

Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο)!
                                      ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
                                 

                                 Ι
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε: Πόλεμος και ειρήνη
είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα
Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από την μάνα
Έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά
Ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό, τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους

                                

                            ΙΙ
Όταν αυτοί που είναι ψηλά μιλάνε για ειρήνη
ο απλός λαός ξέρει πως έρχεται ο πόλεμος
Όταν αυτοί που είναι ψηλά καταριούνται τον πόλεμο
οι Διαταγές για επιστράτευση έχουν υπογραφεί

                         
                         ΙΙΙ
Τούτος ο πόλεμος που έρχεται
δεν είναι ο πρώτος
Πριν απ’ αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμοι
Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος
υπήρχαν νικητές και νικημένοι
Στους νικημένους ο φτωχός λαός
πέθαινε απ’ την πείνα
Στους νικητές ο φτωχός λαός
πέθαινε το ίδιο
                  
                        
                       ΙV
Σαν θα’ ρθει η ώρα της πορείας
πολλοί δεν ξέρουν
πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
είναι του εχθρού τους η φωνή
Κι εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
είναι ο ίδιος τους ο εχθρός

                   ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ


Σε δυο λεφτά θ’ ακουστεί το παράγγελμα «Εμπρός»
Απόψε θα χτυπήσεις ανελέητα και θα χτυπηθείς
Θα τραβήξεις μπροστά τραγουδώντας ρυθμικά εμβατήρια
Σ’ ένα λεφτό πρέπει πια να μας δώσουν το σύνθημα…
(Κι εγώ που’ χω μια ψυχή παιδική και δειλή
που δεν θέλει τίποτα άλλο να ξέρει απ’ την αγάπη
κι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς, Θεέ μου να μάθω γιατί;
Και δε βλέπω μπροστά τόσα χρόνια παρά μόνο το δίδυμο αδερφό μου).

“Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο λοχίας Ότο V”
                                                            ΜΑΝΟΛΗΣ  ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ


Πολεμούσαμε απ' το βράδυ ως το πρωί –
τατζούμ παπατζούμ
Από 'δω εμείς από κει και οι εχθροί
Κι ούτε νερό - εν δυο
Ούτε ψωμί - τρία τέσσερα
Κι ούτε νερό, ούτε ψωμί ούτε φαΐ
Βασιλιάς πατρίς θρησκεία μας οδηγεί
Πλημμύρισε από αίμα όλη η γη
Να όμως που το άλλο βράδυ φτάνει
Αρκετοί είναι οι εχθροί
Μας σφίγγει μια σωματική ανάγκη
Δεν παίρνει αναβολή
Τα όπλα παρατάμε
Και πίσω από τα δέντρα πάμε
Το ίδιο κι οι εχθροί
Κι ακολουθούν κι οι αξιωματικοί
Τώρα όλα πήγανε στο βρόντο
Πατρίς θρησκεία βασιλιάς
Κι έμεινε ο κυρ Πόλεμος στον τόπο
Σαν απόπληκτος μπαμπάς
Έγινε ειρήνη για λόγους "ανωτέρας βίας"
Ας κράταγε, αλήθεια, για όλη τη μικρή ζωή μας
                                    ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ


Οι νικητές σκουπίσανε τα ματωμένα τους σπαθιά
στ' άσπρα δίχως ραφές πουκάμισα των νικημένων.
Κι η γη π' όλοι μαζί την είχαν τραγουδήσει
Κι η γη που την οργώσανε τ' αδερφικά τους χέρια
ποδοπατήθηκε απ' τα πέταλα των αλόγων
που φτάσαν το πρωί μπρος το παλάτι της Αδριανούπολης
Νικήθηκαν!
                                                           ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ   


Ολαρί - α, ο λα ρά, χιόνι πέφτει από ψηλά
χιόνι πέφτει και σκεπάζει την αυλή μας, το μυαλό μου φτερουγίζει μακριά
χιόνι πέφτει και σκεπάζει τη σκεπή μας και το άρρωστο σκυλί μας ξεψυχά
Ολαρία - ολαρά, μαύρο τύμπανο χτυπά
τα παιδιά που αγαπούν τα στρατιωτάκια, τ’ αλογάκια και τα ξύλινα σπαθιά
βρικολάκιασαν σε τούτα τα στιχάκια, έλα μέσα και μίλα πιο σιγά
Ολαρία - ολαρά, δάγκωσε με πιο βαθιά
Αχ, ο Όλιβερ Τουίστ χαμογελάει και ο Χίτλερ του χαϊδεύει τα μαλλιά
διαμαντένιο δαχτυλίδι του φοράει και πετούν αγκαλιασμένοι μακριά
Ολαρία - ολαρά, με σουραύλια και βιολιά
θα βρεθούμε όλοι μαζί στο πανηγύρι, θα ’ναι όλη η παλιά μας συντροφιά
και θα πιούμε από το ίδιο το ποτήρι και την πιο πικρή γουλιά
Ολαρία - ολαρά, γύρω - γύρω τα παιδιά
ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ ένα χίπη, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά
ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον σατανά
Όλα είναι μακρινά κι ευτυχισμένα
και το χιόνι πέφτει από ψηλά
τα ζευγάρια στροβιλίζονται πιο πέρα
κι η κοπέλα μου αστράφτει από χαρά.
                                               ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ



Πόσους δρόμους πρέπει ένας άντρας να διαβεί,
πριν ο άλλος ΑΝΘΡΩΠΟ τον πει;
Πόσες θάλασσες πρέπει το αγριοπερίστερο να περάσει,
πριν η αμμουδιά της θάλασσας το σώμα του σκεπάσει;
Πόσες ακόμα βολές τα κανόνια πρέπει  να  ρίξουν
πριν για πάντα  σωπάσουν;
Η απάντηση, φίλε μου, υπάρχει σαν πνοή του αγέρα,
η απάντηση είναι  πνοή στον αέρα.
Πόσα χρόνια μπορεί το βουνό να υπάρξει
πριν η θάλασσα τ’ αρπάξει;
Πόσα χρόνια μπορεί ο άνθρωπος να ζει
πριν  ελευθερωθεί;
Πόσα αυτιά ένας άνθρωπος πρέπει να  έχει
για να ακούσει τον πόνο και τα βάσανα των άλλων;
Πόσους θανάτους θα πρέπει να ζήσει,
πόσα τα μάτια του να δουν  για να χορτάσουν
μέχρι να φανεί πως πέθαναν χιλιάδες;
Η απάντηση, φίλε μου, υπάρχει σαν πνοή στον αγέρα.
η απάντηση είναι  πνοή στον αέρα.
                                                  ΜΠΟΜΠ ΝΤΥΛΑΝ


ΦΩΝΑΞΕ
η ζωή μας χάνεται πάει
ΔΙΑΛΥΣΕ
τη σκόνη που σκεπάζει το φως
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
διακοπές στο Σαράγιεβο πάει
ΞΥΠΝΗΣΕ
στις ειδήσεις τα βλέπεις και τρως.
Απόψε τα βλέπω διπλά
ήλιος λάμπει κι ας είναι μεσάνυχτα
δυο τσιγάρα πολύ δυνατά
κι εκτοξεύομαι μες το διάστημα .
Μια οθόνη μου δείχνει μηδέν
εποχές που δεν γίνονται θαύματα
ένα στόμα φωνάζει πως
δεν θα με πείσεις με χίλια τεχνάσματα
                             MAGIC DE SPELL.


Τ ’ όνειρο του παιδιού –  τ’ όνειρο της μάνας
είναι η Ειρήνη.
Τα λόγια της αγάπης κάτω από τα δέντρα
είναι η Ειρήνη.
Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο
μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
είναι η Ειρήνη.
Ειρήνη είναι ένα ποτήρι,
ένα ποτήρι με γάλα ζεστό
κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί,
στο παιδί που ξυπνάει.
Αδέρφια μου,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει
όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρά του,
δώστε τα χέρια αδέρφια μου
αυτό είναι Ειρήνη.
                          ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνα μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνα, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.
               ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ


Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια,
όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει
Και ρυθμικά χτυπήσανε μια-μια οι ώρες
κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ' εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές
Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες
κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ' τις άναρθρες κραυγές
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα
όταν βαρούσανε οι καμπάνες
Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!
Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!
                            ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ