ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ
ΡΙΤΣΟΥ
ΤΗΝ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ
ΕΡΓΩΝ
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Ο ΤΑΚΗΣ
ΠΟΛΙΤΗΣ
Ο ποιητής της Σονάτας
του Σεληνόφωτος και της Εαρινής
συμφωνίας, του Επιτάφιου και της Ρωμιοσύνης, αγωνιστής της εθνικής αντίστασης
και οραματιστής ενός καλυτέρου κόσμου περνώντας πολλά χρόνια από τη ζωή του σε
φυλακές και εξορίες, εκτός από τα ποιήματά του που έγιναν τραγούδια και
τραγουδηθήκαν απ’ όλο τον κόσμο δημιούργησε και έργα τέχνης με υλικά που
έβρισκε στους τόπους της εξορίας, ζωγράφιζε επάνω σε πέτρες, σε ρίζες από
καλάμια, σε πακέτα από τσιγάρα Ήταν ένα
μέρος της πολυσύνθετης προσφοράς του στο σύγχρονο παγκόσμιο πολιτισμό. Επίσης
και ένα μήνυμα δύναμης δράσης προς τον
έξω κόσμο για την υπεράσπιση του ωραίου, της ανθρώπινης αξίας και των
παγκόσμιων ιδανικών.
Το φως κελαηδάει
άιντε κελαηδάει
στις φλέβες του
χόρτου και της πέτρας
Άξιζε να υπάρξουμε
για να συναντηθούμε
Απλώνουμε τα χέρια
στον ήλιο και τραγουδάμε
Μπορεί να αποκτήσουμε
μια νέα επαφή με τη φύση
κοιτώντας πίσω απ’ το
σύρμα ένα κομμάτι θάλασσα
τις πέτρες, τα
χορτάρια ή κάποιο σύγνεφο στο λιόγερμα
βαθύ, βιολετί, συγκινημένο
Άφησέ με να ρθω μαζί
σου
Όταν έχει φεγγάρι
μεγαλώνουν οι σκιές,
μες το σπίτι αόρατα
χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό
γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια
Άφησέ με
να ρθω μαζί σου
Α, φεύγεις;
Καληνύχτα
Όχι δε θαρθω. Καληνύχτα
Εγώ θα βγω σε λίγο….
Ευχαριστώ γιατί επιτέλους πρέπει να βγω
απ’ αυτό το
τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία
όχι όχι το φεγγάρι
την πολιτεία με τα
ροζιασμένα χέρια
την πολιτεία του
μεροκάματου
την πολιτεία που
ορκίζεται στο ψωμί
και στην γροθιά της
την πολιτεία που
όλους μας αντέχει στη ράχη της
με τις μικρότητές μας
με τις κακίες
τις έχτρες μας με τις φιλοδοξίες
την άγνοιά μας τα
γερατειά μας
Να ακούσω τα μεγάλα
βήματα της πολιτείας
να μην ακούω πια τα
βήματά σου
μήτε τα βήματα του
θεού
μήτε και
τα δικά μου βήματα
Καληνύχτα.
«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της
Και συ να λείπεις
Να ’ρχονται οι άνοιξες με τα διάπλατα παράθυρα
Και συ να λείπεις
Να ’ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου
με τα χρωματιστά φορέματα
και συ να λείπεις»
Όταν κατά το μεσημέρι βρέθηκε στο κέντρο
του αρχαίου θεάτρου Νέος,
Έλληνας αυτός, ανύποπτος, ωστόσο ωραίος όπως και
εκείνοι.
Έβαλε μια κραυγή. Όχι θαυμασμού, τον θαυμασμό δεν τον
ένοιωσε διόλου
κι αν τον ένοιωθε σίγουρα δεν θα τον εκδήλωνε
Μια απλή κραυγή ίσως απ’ την αδάμαστη χαρά της
νεότητάς του
ή για να δοκιμάσει την ηχητική του χώρου
Απέναντι πάνω απ’ τα κάθετα βουνά η ηχώ αποκρίθηκε
η Ελληνική ηχώ, που δεν μιμείται ούτε επαναλαμβάνει
μα συνεχίζει απλώς, σ’ ένα ύψος απροσμέτρητο
την
αιώνια ιαχή του Διθυράμβου
Η πέτρα σταυρωμένη από τον άνεμο-
Ο άνεμος, η σιγαλιά-
Δεν ακούγεται τίποτα
μόνο το καρδιοχτύπι της πέτρας
Κι η πέτρα της καρδιάς που δουλεύεται
με το θυμό και τον πόνο
βαριά, σιγά και σταθερά
Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν
στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την
καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με
μπαρούτι.
Δίπλα στα μάτια τους
έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια
τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από
θυμό μες την καρδιά τους
που δε σηκώνει τ’ άδικο.
Κρύβουμε το χαμόγελο
όπως κρύβουμε στην
τσέπη μας
τη φωτογραφία της
αγαπημένης μας
Όπως κρύβουμε την
ιδέα της λευτεριάς
ανάμεσα στα δυο φύλλα
της καρδιάς μας.
Όλοι εδώ πέρα έχουμε
έναν ουρανό
και το ίδιο χαμόγελο.
Αύριο μπορεί να μας
σκοτώσουν…….
Αυτό το χαμόγελο κι
αυτόν τον ουρανό
Δεν μπορούν να μας τα
πάρουν.