Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ


                                      Η ΑΛΙΚΗ
                    ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
Αλίκη πάρ’ το παραμύθι και με χεράκι τρυφερό 
δεσ’ το με τ’ άλλα όνειρά σου, στης μνήμης σου το θησαυρό 
σαν ανθοδέσμη μαζεμένη, από ένα μακρινό αγρό
                                                                     ΛΙΟΥΙΣ ΚΑΡΡΟΛ
ΚΕΙΜΕΝΑ-ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Και η Αλίκη κύλησε στον μαγικό κόσμο της ποίησης. Μόνο που εδώ δεν κύλησε στο παραμύθι αλλά σε πολιτισμούς αιώνων. Από τα Ορφικά και τον Όμηρο, τους ψαλμούς του Δαβίδ και του Ρωμανού του Μελωδού, στους ύμνους του Σολομώντος, τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντσου Κορνάρου, την Οδύσσεια του Καζαντζάκη και τα δημοτικά μας τραγούδια. Από ένα μοιρολόι της Μάνης και της Ηπείρου, ένα κλέφτικο, ένα ριζίτικο, ένα τζιβαέρι, ένα αντάρτικο ως και ένα σημερινό ΗΙΡ-ΗΟΡ τραγούδι. Από τους μεγάλους ποιητές μας κι από τη χώρα που γεννάει ποιητές. Αλλά και τον Μποντλαίρ, το Ρεμπώ, τον Έλιοτ, τον Πόε, το Λόρκα, το Νερούντα, τον Μπρεχτ, τον Γκίνσμπεργκ και τόσους άλλους από την παγκόσμια ποίηση. Η επιλογή των ποιημάτων που ακολουθούν έγινε από καθαρά συναισθηματικούς λόγους.Τα περισσότερα απ’ αυτά είναι μελοποιημένα, έχουν γίνει τραγούδια, τραγουδηθήκαν και αγαπηθήκαν από χιλιάδες κόσμο στον πλανήτη. Και είναι ο «ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ» του Τούρκου ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ, η στέρηση της ελευθερίας, ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η τρομολαγνία, οι τρομονόμοι και η λογική της υπερίσχυσης του ισχυροτέρου. «ΑΥΡΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ» του ποιητή του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ και της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ, του ποιητή που μελοποίησαν οι μεγάλοι μας συνθέτες και τραγουδήθηκε από εκατοντάδες χιλιάδες στις διαδηλώσεις, στις πορείες, στις ταβέρνες, στα γιαπιά, στα Πανεπιστήμια, στον αντιδικτατορικό αγώνα, όχι όμως στις Ακαδημίες και στα Νόμπελ. «ΠΕΣΑΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» του ΦΩΤΗ ΑΓΓΟΥΛΕ, ο επικήδειος για τα θύματα της αντίστασης και η υπόσχεση πως ο αγώνας συνεχίζεται. Απόσπασμα από το «ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΠΟΛΕΜΟΥ» του αγωνιστή της ειρήνης ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ. «Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ» του ΗΛΙΑ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ, η μάνα που χάνει το παιδί της στον πόλεμο και δεν υπάρχει πια νόημα ζωής για εκείνη. Το « ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ»του ιδιόρρυθμου φίλου ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟΥ που είχα την τιμή να γνωρίσω και που μας προτρέπει να αντισταθούμε στα πάντα. «ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ» του ποιητή της νίκης και της ήττας ΜΑΝΟΛΗ ΑΓΑΓΝΩΣΤΑΚΗ. Το τρυφερό «ΜΙΚΡΗ και ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΕΝΙΑ» του ΝΕΡΟΥΝΤΑ και η χιουμοριστική εξοικείωση με το θάνατο στο «ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ» του ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ.
Η αιώνια πίστη στο «ΟΥΛΑΛΟΥΜ» του ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ, που μελοποιήθηκε από τον αξέχαστο ΝΙΚΟΛΑ ΑΣΙΜΟ. Ο ύμνος στον έρωτα με την «ΕΧΕΜΥΘΕΙΑ» του ΑΝΤΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ. Η γυναικεία εκπροσώπηση και το «ΥΠΟΓΕΙΟ» από τη ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ-ΠΑΠΑ κι ένας ατέλειωτος μαραθώνιος λέξεων χωρίς ανάσα με το «ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ» του ΑΛΛΕΝ ΓΚΙΝΣΜΠΕΡΓΚ, και το «ΛΙΚΝΙΣΤΕΙΤΕ ΜΑΖΙ ΜΟΥ» του ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ. Μεγαλώνουμε και χάνεται το αυθόρμητο και το ανέμελο «ΓΕΡΝΑΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΖΕΙ» από τον ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ.
Ο «ΕΛΕΓΚΤΗΣ» του ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ και το «ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ» του ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ. Και για πριν το τέλος άφησα τα δυο ποιήματα του ΚΩΣΤΑ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗ: Η «ΑΛΙΚΗ», σύγχρονο ποίημα που περιγράφει τα προβλήματα της σημερινής κοινωνίας. Η Αλίκη γίνεται «μηχανή θανάτου» μεταφέροντας με τον έρωτα το θάνατο που κυλάει στις φλέβες της και σκορπίζει τη μάστιγα του αιώνα, το AIDS. Το «ΠΡΟΕΔΡΕ….» ένα ποίημα οργής και διαμαρτυρίας.Τελευταίο ο «ΑΜΛΕΤ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ » του ΜΑΝΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ τραγουδήθηκε στα πρόσφατα γεγονότα με τη δολοφονία του μαθητή Αλέξανδρου από αστυνομικό, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στις συγκεντρώσεις, στους δρόμους. Και με αυτό κλείνει το ταξίδι της Αλίκης, αυτή τη φορά όχι σαν παραμύθι μα σαν όνειρο, σαν ταξίδι, αλλά και σαν περιγραφή της σκληρής πραγματικότητας.

Καλή ανάγνωση.




Ήταν ατέλειωτη η μέρα
κι ως νύχτωνε σε μια γωνια
μ’ ένα τσιγάρο του πατέρα
τους άντρες παίζαμε κρυφά
Τώρα η μέρα σε τρομάζει
γύρω αποτσίγαρα σωρός
και πια δεν είναι γυρισμός
Γερνάς και σκοτεινιάζει
Γέλια παιδιών έξω απ’ το σπίτι
πέτρες στην τσέπη της ποδιάς
μα έφτανε ένα νεκρό σπουργίτι
για να σε κάνει να πονάς
Τώρα η μέρα σε τρομάζει
γύρω αποτσίγαρα σωρός
και πια δεν είναι γυρισμός
Γερνάς και σκοτεινιάζει

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


Και, να, τι θέλω τώρα να σας πω:
μες τις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας
φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο
αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχομαι
να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα
θα πείτε: τ’ άστρα είναι μακριά
κι γη μας τόσο δα μικρή
Ε, το λοιπόν ότι και να είναι τ’ άστρα εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω
Για μένα το λοιπόν το πιο εκπληκτικό
πιο επιβλητικό πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο
Είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει
Είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε.
                                                                       
 ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ

Με τη ριπή του ανέμου στα μαλλιά                                        
της γυναικός που στροβιλίζεται μεσ’ το σαλόνι
Και παίρνει τη ζωή όπως της έρχεται
Και με στολίδια και παιδιά
Που τη λατρεύουν κι όλο λέγουν τ’ όνομά της
Και με τους άντρες που σηκώνουν
Όρθιο το χέρι τους στον ουρανό
Μεσ’ την εξαίσια λειτουργία των παλμών τους
Στο στρόβιλο του βαλς που πλησιάζει
Τα στήθη του στα στήθη της γυναίκας.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να ’μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω πίσω
για να κοιτάζω να περνούν τα όνειρα τα πρώτα.
Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω που με πας και δίχως να γυρίσω!
                                               
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ


Δρόμοι παλιοί π’ αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ,
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά,
κάμε με να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος περπατώ κρατώντας μια σπίθα
τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.
Και περπατούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας με γνώριζε.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ


Είσαι μικρή και τριανταφυλλένια
Μικρή τριανταφυλλένια
Κι άλλες φορές μικρούλα και γυμνή
Νομίζω πως χωράς μες την παλάμη μου
Κι έτσι δα να κάνω
Σε σφίγγω και σε φέρνω
Μπροστά στο στόμα μου
Είσαι μικρή και τριανταφυλλένια
Μικρή τριανταφυλλένια
Του έρωτά σου η ορμή
Μοιάζει πελάγου κύμα
Τα μάτια σου πλατύτερα απ’ τον ουρανό
Που μόλις τα μετράω
Και σκύβω μες το στόμα σου
Τη γη για να φιλήσω

PABLO NERUDA

Χαμογελάμε κατά μέσα 
Αυτό το χαμόγελο το κρύβουμε τώρα
Παράνομο χαμόγελο
Όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος
Παράνομη και η αλήθεια
Κρύβουμε το χαμόγελο
όπως κρύβουμε στην τσέπη μας
τη φωτογραφία της αγαπημένης μας
Όπως κρύβουμε την ιδέα της λευτεριάς
ανάμεσα στα δυο φύλλα της καρδιάς μας
Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό
και το ίδιο χαμόγελο
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν…….
Αυτό το χαμόγελο κι αυτόν τον ουρανό
Δεν μπορούν να μας τα πάρουν.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


Όλη τη μέρα που ’λειπες το σπίτι μας ρημάδι
Κι όμως πως ήταν όμορφο σαν γύριζες το βράδυ
κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι
κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ, πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
ραγίζονταν, αγόρι μου, και μου ’φευγε η λαλιά μου.
Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
που ανθίζανε την άνοιξη και πια στην κάθε σκόλη
γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη
κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα-τι θάμα!
περισσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου με το κλάμα.
Μεγάλωσες. Δε μ’ άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου έλεγες «Η λευτεριά μητέρα
θα ρθεί», μ’ αγγίζαν την καρδιά τα λόγια σαν φοβέρα.
Μ’ αν μου ’φευγες πρωί-πρωί, προτού να φέξει, μόνος
κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
το ’ξερα πως θα γύριζες κι ήταν γλυκός ο πόνος.
Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
σαν αστραποκαμένη ελιά, και πια δεν σε γυρεύω
κι ’ναι ψηλός ο ανήφορος και δεν μπορώ ν’ ανέβω.
Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ’ εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά που’ ν’ όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;

ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ


Ήταν σα να σε πρόσμενα, Κερά,
απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα,
κ’ έλεγα:  θα’ ρθει απόψε απ’ τα νερά
κι από τα δάσα!
Θα’ ρθει αφού φλετ’ράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι,
και θα μυρίζει φώτα και βροχή
το νιο φεγγάρι!...
Και να, το κάθισμα σου συγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
Πως, να, θα μείνει ο κόσμος με το «μπα»
που μ’ έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και –τάχας- σύγνεφα θαμπά
προς τη σελήνη…
Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ…
Κίνησα να σε βρω στο δρόμο -ωϊμένα!-
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα), χρυσή,
κ’ εσύ με μένα……..
Τόσο πολύ μ’ αγάπησες, Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματά μου!
Πάταγα γω –στραβός- μες τα νερά;
Κ’ εσύ κοντά μου!...

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ


Τους ήλιους δεν εμέτρησες που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
Πού ’σαι γυναίκα με γαλάζια τσίνορα
Σ’ έκρυψε στο φουστάνι της, η μαραμένη κοπέλα
Πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν σε χιόνι λασπερό.
Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται απ’ τη νιότη σου
Γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει πριν χορτάσεις
Το μεσημέρι καίει στα ψηλά δώματα
Το κύμα του το ξανθό λούζει τους δρόμους
Πεθαίνεις με τους ποιητές κάθε ηλιοβασίλεμα
Τα χέρια σου μυρίζουν απ’ τα μαλλιά τους
Χτυπάει η καμπάνα που δεν πιστεύεις πια
Σε ξένη αυλή συνομιλείς με το φεγγάρι
Σού ’φερε ο Μυλόζ φέτος την άνοιξη
Την πείνα σου ποιος άλλος μπορούσε να νοιαστεί
Φουρτούνιασε τη γειτονιά το φιλντισένιο αμάξι του
Γίνου όμορφη, γίνου όμορφη, στα περιβόλια θα σε δείξει.
Έχεις ένα χαμόγελο από μαργαριτάρια
Ψαράδες σικελοί στο ταίριασαν να το φοράς
Ψάξε και βρες το πριν σε κλείσει η νύχτα
Σ’ ένα υπόγειο βαθύτερα από τούτο.

ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ-ΠΑΠΑ



Ξεγέλασες τους ουρανούς με ξόρκια -μαύρη φλόγα-
πως η ζωή χαρίζεται χωρίς να ανατραπεί.
Κι όλα τα λόγια των τρελών που ήταν δικά μας λόγια
τα μάγευες με φάρμακα στην άσωτη σιωπή.
Πενθούσες με τους Έρωτες γυμνός και μεθυσμένος
γιατί με τους αθάνατους είχες λογαριασμούς.
Τις άριες μιας όπερας τραύλιζες νικημένος
μιας επαρχίας μαθητής μπροστά σε δυο χρησμούς.
Τι ζήλεψες τι τα ’θελες τα ένδοξα Παρίσια;
Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές.
Διεκδικούσες θαύματα που δίνουν τα χασίσια
και παραισθήσεις όσων ζουν μέσα στις φυλακές.
Και μια βραδιά που ντύθηκες ο Άμλετ της Σελήνης
έσβησες μ’ ένα φύσημα τα φώτα της σκηνής.
Και μονολόγους άρχισες κι αινίγματα να λύνεις
μιας τέχνης και μιας εποχής παλιάς και σκοτεινής.
  
ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
( ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ)


Κάμερες κρυμμένες καταγράφουν άδειες φάτσες, η ζωή στο φωτοαντιγραφικό
Λούμπεν και πληβείοι αναλώνονται στις πιάτσες, η απόγνωση σε πρώτο Ενικό
Άμβωνες ουρλιάζουν το μεγάφωνο του μίσους, λεκιασμένες των Αγίων οι μορφές
Έδρανα και Νόμοι προστατεύουνε τους Κροίσους, χειροπέδες και πεντάπικρος καφές
Φέρνουν σκυλοπνίχτες λαοθάλασσες της φρίκης, στα αμπάρια φτώχεια και Αρμαγεδών
Πρόεδρε σου ανήκουν, είναι λάφυρα της Νίκης , που ζητούν στον ήλιο μοίρα κι εμβαδόν
Γέφυρες δακρύων άνθρωποι και κατσαρίδες, ονειρεύονται υπόγειους ουρανούς
Πρόεδρε σου λέω: Της καρέκλας σου οι βίδες μια-μια σπάζουν, με ύπουλους τριγμούς
Ισοβίως βρέχει στις ψυχές των ηττημένων, γκρίζα λάσπη, κάθε ψίθυρος βροχή
Ροζ πολυεστέρας τ’ άστρο των προσκυνημένων, που δοξάζει αίσχος και συνενοχή
Μαύρο οξειδωμένο το παγκάρι του σαράφη, πληθυσμοί στα νύχια των χρηματιστών
Μέλλον, μέλλον, μέλλον, στην εξώπορτά σου γράφει «Το κατάστημα προσωρινώς κλειστόν»
Νάυλον η σάρκα χύμα σταφ οι ζαρντινιέρες, τα αισθήματα στην πούδρα και το τζελ
Πρόεδρε η σιωπή σου σαβανώνει στους αιθέρες της οργής τα βέβηλά μου ντεσιμπέλ
Έδεμ των εμπόρων η ανθρώπινη οδύνη, οι οθόνες καπηλεύονται το φως
Πρόεδρε της πατρίδας έχεις όλη την ευθύνη, αλλ’ εσύ ποτέ δεν περπατάς σκυφτός.

 ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ

Ένας μπαξές
γεμάτος αίμα
είν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
Έσφιξα τα σχοινιά μου
πρέπει
και πάλι
να ελέγξω τα αστέρια.
Εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω…….

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ


Πάνω στου πελάου το σπιθάτο αφρό
έστησα χορό φεύγω αναχωρώ
Έκανα φτερά κι έγινα  πουλί
Γεια χαρά καλή και μην κλαις πολύ
Θάνατος εδώ και ανθρωποσφαγή
τούτη η μαύρη γη κόκκινη πληγή
Μέσα στην καρδιά κόβω κάθε τι
που με συγκρατεί  απ’ τη λάσπη αυτή
Βούλωσα τ’ αυτιά και μνημονικό
για να μην ακώ τίποτα κακό
Ντύθηκα γαμπρός από καινουργείς
Άστρο της αυγής έβγα να με δεις
Φεύγω για Θεός σε νησί τρανό
μες το γαλανό τον ωκεανό
Άνεμος φυσά παίρνει με και πα
κι η καρδιά χτυπά όλα χαρωπά
Παίρνει με και πα πούλουδο αλαφρό
Πάντα με χορό φεύγω αναχωρώ

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Στρατηγέ, το τανκ σου είναι δυνατό μηχάνημα
θερίζει δάση ολόκληρα, κι  εκατοντάδες άντρες αφανίζει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα: Χρειάζεται οδηγό.
Στρατηγέ, το βομβαρδιστικό σου είναι πολυδύναμο
πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο,
κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει βαρος πιο πολύ
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα: Χρειάζεται πιλότο.
Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ
ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει.
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα: Ξέρει να σκέφτεται.

ΜΠΕΡΤΟΛΤ  ΜΠΡΕΧΤ

Πέσατε θύματα αδέλφια εσείς
σε άνιση μάχη κι αγώνα
Ψωμί λευτεριά και τιμή του λαού,
γυρεύοντας βρήκατε μνήμα
Συχνά σε υγρές σκοτεινές φυλακές
σκληρές επεράσατε μέρες
και μ’ ένα του δήμιου λόγο, ευθύς
σας φέραν μπροστά στην κρεμάλα
Μεθούν οι τυράννοι και μες το πιοτό
τη λήθη γυρεύουν να βρούνε
μα οι μέρες τους τώρα, μετρήθηκαν πια
και τέλος φρικτό τους προσμένει.
Θεριεύει ο γίγαντας τώρα λαός
και σπάει τα δεσμά κι αλυσίδες
Αιώνια η μνήμη σε σας αδελφοί
στον τίμιο που πέσατε αγώνα.
  
ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ

Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που έχει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει καλά είμαι εδώ
Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που πάλι γύριζε στο σπίτι
και λέει Δόξα σοι ο Θεός
Στον Περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
τον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί  εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση και στο φόρο
αντισταθείτε σε μένα ακόμα που ιστορώ
Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που χαιρετά απ’ την εξέδρα
ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις
Στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε,
στις μουσικές, τα τούμπανα και τις παράτες,
σ’ όλα τα ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ αυτή την αγνή κυρία που μοιράζει έντυπα αγίων,
λίβανον και σμύρναν.
Αντισταθείτε, σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
και γράφουν λόγους πλάι στην θερμάστρα
Στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία,
στα εργοστάσια πολεμικών υλών,
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές, στον άνεμο…
Αντισταθείτε

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ

Λικνιστείτε μαζί μου όλα τα θλιμμένα
τρελοί σε πέτρινα κτήρια χωρίς πόρτες
λεπροί που αναβλύζετε αγάπη και τραγούδι
βάτραχοι που προσπαθείτε να σκιαγραφήσετε τον ουρανό
Λικνιστείτε μαζί μου θλιμμένα πράγματα
δάχτυλα σκισμένα σε κάποιο σιδεράδικο
γεράματα σα φλούδια προγεύματος
Μεταχειρισμένα βιβλία μεταχειρισμένοι άνθρωποι
Μεταχειρισμένα λουλούδια μεταχειρισμένη αγάπη
σας χρειάζομαι.
Αυτό έχει φύγει σαν άλογο ή σκυλί
νεκρό ή χαμένο ή αδυσώπητο
σας χρειάζομαι.             

ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ

Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων
Με το ζόρι στριμωγμένη, απ’ το γέρο της δαρμένη
Από μπάτσους καρφωμένη, για σωρεία εγκλημάτων
Η Αλίκη φωτισμένη φέρει ίχνη εγκαυμάτων
Η Αλίκη αποκλεισμένη του παραμυθιού η Αλίκη
σε ένα άσυλο ανιάτων
Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων
Με μια φλέβα βαρεμένη, σε μια ζάλη ναρκωμένη
Από λόγια χτυπημένη, των δικών της συνθημάτων
Η Αλίκη ερεθισμένη είναι μηχανή θανάτου
Η Αλίκη αποκλεισμένη του παραμυθιού η Αλίκη
Σ’ ένα άσυλο ανιάτων.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ

Είδα τα καλυτέρα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ’ την τρέλα,
Λιμασμένα υστερικά γυμνά, να σέρνονται μες απ’ τους νέγρικους δρόμους την αυγή
γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση φτωχοί και κουρελήδες με βαθουλωμένα μάτια,
που φτιαγμένοι ξενυχτούσαν στο υπερφυσικό σκοτάδι παγωμένων διαμερισμάτων,
αρμενίζοντας πάνω απ’ τις κορφές των πόλεων αφοσιωμένοι στη τζαζ,
που άνοιγαν το μυαλό τους στα Ουράνια κάτω απ’ τον εναέριο σιδηρόδρομο
και βλέπανε αγγέλους μουσουλμάνους τρεκλίζοντας
φωτισμένοι σε ταράτσες λαϊκών πολυκατοικιών
που αποβλήθηκαν απ’ τις Ακαδημίες γιατ’ ήσαν λέει τρελοί
κι εξέδιδαν άσεμνες ωδές στα παράθυρα της νεκροκεφαλής
που τρέμανε σ’ αξύριστα δωμάτια με τα εσώρουχα,
καίγοντας τα λεφτά τους σε καλάθια αχρήστων
και στήνοντας τ’ αυτί στον Τρόμο μεσ’ απ’ τον τοίχο
μπουρδολογώντας ουρλιάζοντας ξερνοβολώντας ψιθυρίζοντας
γεγονότα και μνήμες κι’ ανέκδοτα και πλάκες που σπάσανε
και σοκ νοσοκομείων και φυλακών και πολέμων
ολόκληρες διάνοιες που ξεράστηκαν με απόλυτη ακρίβεια
επτά μέρες και νύχτες με μάτια που άστραφταν,
κρέας για τη Συναγωγή πεταμένο στο πεζοδρόμιο
που έκαναν τρύπες από τσιγάρο στα μπράτσα τους
διαμαρτυρόμενοι για τη ναρκωτική καταχνιά του ταμπάκου
του καπιταλισμού
που έσπασαν κλαίγοντας σε λευκά γυμναστήρια γυμνοί
και τρέμοντας μπροστά στις μηχανές άλλων σκελετών
που βήχανε στον έκτο όροφο στεφανωμένοι με φλόγα
κάτω απ’ το φυματικό ουρανό
πλαισιωμένοι από πορτοκαλιά σαράβαλα θεολογίας
που ορνιθοσκαλίζανε όλη νύχτα ροκεντρολλάροντας
ανυπέρβλητες επωδές
που στο κίτρινο πρωινό ήταν στροφές ασυναρτησιών
που μαγείρεψαν σάπια ζώα πνευμόνια καρδιές πόδια ουρές
κάνοντας όνειρα για το αγνό βασίλειο των φυτών
που χωθήκανε κάτω από φορτηγά –ψυγεία κρεάτων
ψάχνοντας για ένα αυγό
που πέταξαν τα ρολόγια τους από την ταράτσα
για να ρίξουν την ψήφο τους υπέρ της αιωνιότητας
έξω απ’ τον Χρόνο, και ξυπνητήρια πέφταν στα κεφάλια τους,
καθ’ όλη την επόμενη δεκαετία,
που κόψανε τις φλέβες τους τρεις φορές συνέχεια ανεπιτυχώς
το πήρανε απόφαση και αναγκάστηκαν να ανοίξουν μαγαζιά με αντίκες
όπου νιώθαν πως γερνούν και κλαίγανεκαι
γύρισαν μετά από χρόνια στ’ αλήθεια φαλακροί
αλλά μ’ ένα ματωμένο κεφάλι και τα δάκρυα
και τα δάχτυλα, στην ολοφάνερη καταδίκη της τρέλας
των θαλάμων των τρελών πόλεων
που στα δυσώδη δωμάτια λογομαχώντας με τους αντίλαλους της ψυχής
χορεύοντας ροκ στις μεσονύχτιες παντέρημες εκτάσεις της αγάπης,
ένα όνειρο ζωής ένας βραχνάς σώματα που γινήκαν πέτρα
Βαριά σαν το φεγγάρι.

 ΑΛΛΕΝ ΓΚΙΝΣΜΠΕΡΓΚ