ΤΟ ΝΕΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Φρενίτις
στην αγορά. Πόλεις καίγονται.
Ο
κόσμος κλονίζεται και απαιτεί δημοκρατία.
Η δημοκρατία δεν αποδίδει. Ο χριστιανισμός δεν αποδίδει. Ούτε η αθεΐα.
Τίποτα δεν αποδίδει. Εκτός από το όπλο κι εκείνον που το εξουσιάζει.
Τίποτα δεν αλλάζει. Οι αιώνες αλλάζουν κι ο άνθρωπος παραμένει ο ίδιος.
Η αγάπη λυγίζει και διαλύεται.
Η δημοκρατία δεν αποδίδει. Ο χριστιανισμός δεν αποδίδει. Ούτε η αθεΐα.
Τίποτα δεν αποδίδει. Εκτός από το όπλο κι εκείνον που το εξουσιάζει.
Τίποτα δεν αλλάζει. Οι αιώνες αλλάζουν κι ο άνθρωπος παραμένει ο ίδιος.
Η αγάπη λυγίζει και διαλύεται.
Το
μίσος είναι η μοναδική πραγματικότητα
στις ηπείρους.
Στις ηπείρους και στα δωμάτια δυο ανθρώπων.
Τίποτα δεν αποδίδει εκτός από το όπλο κι εκείνον που το εξουσιάζει.
Όλα τ’ άλλα είναι θεωρίες.
Φρενίτις στην αγορά. Πόλεις καίγονται για να ξαναχτιστούν. Για να ξανακαούν.
Η δημοκρατία δεν αποδίδει. Ο χριστιανισμός; Μόνο το όπλο.
Υπάρχει μόνο το όπλο. Κι αυτός που το εξουσιάζει.
Στις ηπείρους και στα δωμάτια δυο ανθρώπων.
Τίποτα δεν αποδίδει εκτός από το όπλο κι εκείνον που το εξουσιάζει.
Όλα τ’ άλλα είναι θεωρίες.
Φρενίτις στην αγορά. Πόλεις καίγονται για να ξαναχτιστούν. Για να ξανακαούν.
Η δημοκρατία δεν αποδίδει. Ο χριστιανισμός; Μόνο το όπλο.
Υπάρχει μόνο το όπλο. Κι αυτός που το εξουσιάζει.
Μία
μέρα μετά την αιματηρή κατάπνιξη της
εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η περιοχή
του κέντρου της Αθήνας θύμιζε πεδίο
μάχης. Αστυνομία και στρατός συνέχιζαν
να συλλαμβάνουν, να κακοποιούν και να
«εξαφανίζουν» όποιον έμοιαζε ύποπτος
για συμμετοχή στα γεγονότα του
Πολυτεχνείου. Παράλληλα, με μεγάλες
μάνικες έπλεναν τον προαύλιο χώρο της
σχολής από αποκαΐδια, αίματα και άλλα
σημάδια που θα μπορούσαν να προδώσουν
τι είχε συμβεί το περασμένο βράδυ.
«Βαρειά
σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει : περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;»
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει : περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;»
Τούτοι
δω εφέρανε τουφέκια γεμάτα μπαρούτι
τούτοι δω διατάξανε τη στυγερή εξόντωση
τούτοι δω συναντήσανε το λαό να τραγουδάει ενωμένος
Και το λιγνό κορίτσι έπεσε με την σημαία του
και το αγόρι κύλησε χαμογελώντας λαβωμένο
λαβωμένο στο πλευρό της
τούτοι δω διατάξανε τη στυγερή εξόντωση
τούτοι δω συναντήσανε το λαό να τραγουδάει ενωμένος
Και το λιγνό κορίτσι έπεσε με την σημαία του
και το αγόρι κύλησε χαμογελώντας λαβωμένο
λαβωμένο στο πλευρό της
Μια
Πολιτεία που σωπαίνει. Ο φόβος φώλιασε
στο μεδούλι της. Με το πιστόλι στον
κρόταφο, με το λουρί στο σβέρκο υπομένει
τα δεσμά που της δέσαν ντόπιοι και ξένοι
δυνάστες. «Τούτοι δω διατάξανε τη στυγερή
εξόντωσή μας». Βομβαρδισμένη Πολιτεία,
χίλιες φορές βομβαρδισμένη. Γκρεμισμένες
καρδιές, γκρεμισμένα όνειρα. Οι καλύτεροι
παίρνουν των ομματιών τους. Μια μητρυιά-
πατρίδα τους σπρώχνει δείχνοντας τους
κατά τη μεριά του σταθμού που παν στα
ξένα…Είναι τα παιδιά σου Πολιτεία, και
τα κάνεις αποπαίδια!
«Ανάθεμα
την ώρα, ποιος ορίζει εδώ / το ανάποδο
βαφτίζει, και το λέει σωστό/
του
αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ…Τη
ζωή μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα
μέσα την κλείσανε / και στερνά την πέτρα
μού αφήσανε τρομερή ζωγραφιά μου./
Με
πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο
σκληρό την τρυπούν / με καλέμι πικρό τη
χαράζουν, την πέτρα μου./ Κι όσο τρώει
την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός
/ ο χρησμός απ’ την όψη μου: Την οργή των
νεκρών να φοβάστε / και των βράχων τα
αγάλματα!»
Καλά
είχε πει ο αείμνηστος Αϊνστάιν: “Η
ηλιθιότητα είναι σαν τη ραδιενέργεια,
συσσωρεύεται”. Επιτέλους, ας ξυπνήσουμε
όλοι, αυτή η χούντα των ηλιθίων πρέπει
να πέσει! «Πέστε λοιπόν στον ήλιο να
’βρει έναν καινούριο δρόμο / τώρα που
πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη /
αν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια
του…/ Και μη στείλτε πουθενά σημάδι
απελπισιάς./ Πέστε στον ήλιο να βρει
έναν καινούριο δρόμο…»
«Πώς
μας κλείσαν απ’ όλες τις μεριές, ως
μέσα, -λέει- πιο μέσα / με τη βουβή κραυγή,
τη βουβή οργή, το βουβό μαχαίρι…/ να το
καρφώνουμε στη φούχτα μας
κι
αίμα δε βγαίνει…/ Αμόλησαν τα σκυλιά
στους δρόμους. Τα σκυλιά μπήκαν στα
σπίτια μας / αδειάσαν τα ψυγεία, στρωθήκαν
στα κρεβάτια. Οι άνθρωποι κοιτάν
απορημένοι. Δυο μονάχα λέξεις στα μυστικά
ακονίζουν τα μαχαίρια: Αλληλεγγύη,
δικαιοσύνη»
Δεν
μας πρέπει μια τέτοια Πολιτεία. Ο φόβος
μας να γίνει γροθιά υψωμένη, μπαντιέρες
π’ ανεμίζουν απαιτώντας ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.
Εδώ και τώρα, «οι καιροί ου μενετοί», αν
τους αφήσουμε θα μας συντρίψουν… Είναι
ώρα «Να τα πεις έξω απ’ τα δόντια,
απερίφραστα, ασθμαίνοντας έστω,/ (τα
ωραία υπονοούμενα, οι ελλείψεις και οι
παραλείψεις είναι για τους βολεμένους)
/ ίσως κ’ η συντριβή του ποιήματος να
γεννήσει το νέο ποίημα»
Χρησιμοποίησα
αποσπάσματα από ποίηματα των Τσαρλς
Μπουκόφσκι,
Πάμπλο
Νερούντα, Οδυσσέα Ελύτη και Γιάννη
Ρίτσου.