Τρίτη 27 Μαΐου 2014

ΠΑΡΑΜΥΘΙ


ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Ήρθε στο χωριό ο αρκουδιάρης
ένας μαύρος γύφτος ξεδοντιάρης
λεύτερη κι ανέμελη η ψυχή του,
πέρα ως πέρα οι κάμποι είναι δικοί του.

Πώς καθρεφτίζονται τα όμορφα κορίτσια; Έι!
Και ο τσομπάνος πώς κρατάει την αγκλίτσα; Όπα!
Οι αφεντάδες πώς χτυπούν το κομπολόι, έι!
Και πώς κουρδίζουν το χρυσό τους το ρολόι;

Παίζει το χαβά του μ’ ένα ντέφι
όταν αυτουνού του κάνει κέφι.
Κλήρο ν’ αποκτήσει δεν τον νοιάζει
και γι’ αυτό σκλαβιά δεν δοκιμάζει.


ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μακρινή χώρα, που η ιδιαιτερότητα της ήταν ότι ήταν πολυσυλλεκτική ως προς τους κατοίκους. Οι βασικοί πρωταγωνιστές ήταν μια αρκούδα από τη Ρωσία, ένας γερμανικός κακός λύκος, μια κότα από την Καλαμάτα, μια μαϊμού από την Κύπρο, ένας αρκουδιάρης από την Αλεξάνδρεια, εκατοντάδες Αμερικάνικα βουβάλια, θαμμένα βατράχια που είχαν αποδημήσει εις Κύριον μετά τον εμφύλιο βορείων και νοτίων, κι άλλα τόσα θύματα της βιομηχανικής επανάστασης και τέλος δεκάδες σκόρπια παπαγαλάκια από όλες τις χώρες του πλανήτη. Επίσης υπήρχαν χιλιάδες πρόβατα, που τα φίλαγαν βοσκοί από διάφορες φυλές: Τουρκόγυφτοι, Ρουμανόγυφτοι, κατσαπλιάδες, τσολιάδες, παπάδες, δεσποτάδες, τοκογλύφοι, Κούρδοι, Ινδιάνοι, Πακιστανοί, Σύριοι, Λίβυοι, Απάτσι, Μοϊκανοί, Θιβετιανοί, Κινέζοι, ο Νταλάρας, ο Άδωνις, ο Πάχτας, Αρειανοί, Ολυμπιακοί, ο Ρεχάγκελ, η Ελένη Λουκά, ο Κόκκαλης, ο Μπόμπολας, ο Αλαφούζος, ο Κοντομηνάς, ο Αλέκος, η Αλέκα, ο Αλέξης, ο Αρτέμης, ο Καιάδας, ο Τράγκας, ο Άνθιμος, ο Βενιζέλος, ο υπασπιστής Φώτιος, οπορτουνιστές, τροτσκιστές, σεχταριστές, στημένα συνέδρια, σφαγεία κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Υπήρχαν πολλά παράξενα σ’ αυτή τη χώρα. Για παράδειγμα στα πανηγύρια το ντέφι δεν το βάραγε ο αρκουδιάρης, αλλά η αρκούδα. Έτσι ο αρκουδιάρης χόρευε και διασκέδαζε το κοινό, μάζευε τα νομίσματα στο ντέφι, τα έδινε στην αρκούδα κι αυτή τα έβαζε στην τράπεζα. Όποιος δε διασκέδαζε και δεν έδινε το φόρο στον αρκουδιάρη η αρκούδα τον έτρωγε.

Στον ουρανό κρεμασμένη Μεγάλη Αρκούδα
με σημαδεύουν φιλιά του προδότη Ιούδα
Οι Γερμανοί στοιχειωμένοι ξανάρχονται πάλι
έχουν σακίδια στην πλάτη και τσιπ στο κεφάλι
Έλληνα, ροζ καουμπόι, το μπόι σου μέτρα
Πόσα καμένα δεντράκια για μια μεζονέτα

Όσο για το λύκο. Ο λύκος δεν έτρωγε πρόβατα. Έτρωγε ανθρώπους. Τα πρόβατα τα εμπορευότανε. Τα έκανε εξαγωγή στα δουλοπάζαρα της Αφρικής και της Ασίας.
Και για ανταμοιβή τα άφηνε κάθε τέσσερα χρόνια να ψηφίζουν τον ίδιο. Όσο για τη μαϊμού, είχε ένα δέντρο που είχε φτιάξει το σπίτι της. Κάποια στιγμή ήρθαν κάτι Τουρκόγυφτοι και στήσανε μια σκηνή. Η μαϊμού διαμαρτυρήθηκε. Τους μίλησε περί ατομικής ιδιοκτησίας κι αυτοί της κάψανε την ουρά. Και δεν της έφτανε που έχασε το μισό της σπίτι, ήρθαν και τα παπαγαλάκια και εγκαταστάθηκαν στα κλαριά. Όσο για την κότα, δεν αλλάζει με τίποτα. Κότα ήταν πάντα. Κι αυτή την κότα από την Καλαμάτα την ξέρω καλά!

Η μουσική σκωπτική, πεταχτή λαχανιασμένη.
Πήδα, πήδα μαϊμού φουκαριάρα μαϊμού γερασμένη.
Αϊ λατέρνα, αϊ καρδιά ακόμη ένα τραγούδι.
Δεν έχει τέλος αυτό το πανηγύρι χόρεψε τώρα γύφτισσα καρδιά.
Γι’ αυτό το σκοπό που βρωμάει παζάρι και καπνό.
Γι’ αυτή γ’ αυτή την μαϊμού που υποκλίνεται μετά το χορό.
Άλλη μια να άλλη μια χειροκροτήστε άλλη μια, ευχαριστώ - ευχαριστώ.
δεν έχει τέλος αυτό το πανηγύρι χειροκροτήστε άλλη μια. Ευχαριστώ.

Κι επειδή ζούμε στο παραμύθι, επειδή ζούμε το παραμύθι, δεν μπορεί να μη δώσεις ένα ισχυρό μήνυμα αισιοδοξίας. Κι αυτό μπορεί να το δώσει ένα τραγούδι, ένα ποίημα. Θα ευχόμουν το αισιόδοξο αυτό μήνυμα να το έδινε ο ίδιος ο λαός!

Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ειρήνη μπερδεμένη
Δώσε κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν’ αρχινήσει
Η αγάπη κι η ομόνοια, κάτω σπάθες και κανόνια,
κατεβήκανε μια μέρα στο Λιτόχωρο πιο πέρα
Αθηναίοι και Μανιάτες αγκαλιά στήθια και πλάτες,
βρε κάνουν έρωτα σαν πρώτα στην Πεντέλη, στον Ευρώτα
Ο παππούς δουλειά στ’ αμπέλι, ρώγες, ήλιος, κοκκινέλι,
στο κοπέλι αλληθωρίζει και τον χάρο φοβερίζει

Παραμύθι, παραμύθι το κουκί και το ρεβίθι,
βοήθησε κι εσύ να γένει όλη η γης αγαπημένη

Για τις ανάγκες του κειμένου χρησιμοποίησα στίχους των Κώστα Βίρβου, Τζίμη Πανούση, Διονύση Σαββόπουλου και Γιώργου Ζερβουδάκη.

Σχόλια ατάκες και σκέψεις εκτός κειμένου

Η κήρυξη πυρηνικού πολέμου από τους Βορειοκορεάτες κατά της Αμερικής, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας μου θυμίζει την ταινία με τον Πήτερ Σέλερς
«Το ποντίκι που βρυχάται». Έχει πολύ πλάκα να απειλείς με πυρηνικά και να μην έχεις!
Θα τον καταλάβαινα τον Τράγκα, αν καλούσε τρεις. Πώς λέμε «τρεις και το λουρί της μάνας»; Αν έστηνε τραπέζι για δηλωτή. Όμως κάλεσε τέσσερις κι αυτό είναι υπερβολικό και ύποπτο. Πέντε μαζί είναι πολλοί…..
Στο στοίχημα πόνταρα στον Κουτσούμπα. Να μου πεις, η απόδοση είναι μικρή.
Όταν όμως επιβάλουν άποψη τα πρωτοπαλίκαρα του Γόντικα και δεν περιμένεις αντίδραση από τους «φύτουλες» καλό είναι να ποντάρεις στον σίγουρο, στον
κατ’ εικόνα και ομοίωση για να το πιάσεις.
Αριστερός σήμερον σημαίνει να δίνω συνέντευξη σ’ έναν πράκτορα (όχι του ΠΡΟ- ΠΟ, ούτε στον Τζέιμς Μποντ, ούτε στον αστυνόμο Σαΐνη) και να αναλύω τις σύγχρονες δομές ενός αστικού καπιταλιστικού κράτους, να τις διαπραγματεύομαι, να τις αποδέχομαι και να προσαρμόζω την ιδεολογία μου σ’ αυτές.
Δεν ανήκει η Ελλάδα στην Ευρώπη, αλλά η Ευρώπη στην Ελλάδα. Τι σημασία όμως έχουν όλα αυτά; Σημασία έχει ότι το ευρώ ανήκει στη Μέρκελ.
Και καμιά χώρα δεν μπορεί να αποκτήσει την εθνική της ανεξαρτησία δίχως το δικό της νόμισμα.
Η Πρωτομαγιά είναι μέρα κατακτήσεων και λαϊκών αγώνων. Ορισμένοι προσπαθούν να την αποδυναμώσουν, να την παρουσιάσουν σαν πανηγυράκι με λουλούδια, σουβλάκια, φουστανέλες, τσαρούχια και τσάμικα. Όλοι αυτοί είναι νοσταλγοί του «Πού είσαι Θώδη;» Οι άλλοι τι κάνουν; Τι κάνουν οι άλλοι;

Πρώτη Μαΐου κι απ’ τη Βαστίλη, ξεκινάνε οι καρδιές των φοιτητών
χίλιες σημαίες κόκκινες μαύρες. Ο Φρεδερίκο, η Κατρίν και η Σιμόν
Πρώτη Μαΐου μαύρα τα ξένα, κλείσε το τζάμι μην κρυώσει το παιδί.
(Μάνος Λοΐζος)