ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ
ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ
Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγα
Πολύ κρύο. Πολύ κρύο εφέτος
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγα
Πολύ κρύο. Πολύ κρύο εφέτος
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ
ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Η
ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Τούτη δω
πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί.
Πριν
προλάβει να ανθήσει. Πριν προλάβει να
χαρεί τον έρωτα, την αγάπη, το μίσος,
τον
ανταγωνισμό, την αθλιότητα, το ψέμα.
Σπουδαστές
στα ΤΕΙ της Λάρισας χωρίς ουσιαστικό
επαγγελματικό προσανατολισμό.
Στη
χώρα των ανέργων, των μεταναστών, των
προσκυνημένων, των ανεύθυνων.
Γεννημένοι
από οικογένειες παρακατιανές. Από γονείς
απολυμένους. Θύματα του οικονομικού
πολέμου. Με αδέλφια στο στρατό, στα
φροντιστήρια.
Ποιον
να προλάβεις να πρωτοκοιτάξεις;
Ξεκινάς
από το πουθενά για να καταλήξεις στο
πουθενά.
Το
μόνο που σου απομένει είναι να στήσεις
μια φιέστα θανάτου. Να την χαρείς,
να
την ποτίσεις, να την ταΐσεις και να την
ντύσεις με μουσική, με ύμνους,
με
χορό, με πεντοζάλη και τσικουδιά. Να
βαρούν τα κρόταλα για να καλύψεις το
κλάμα του μωρού από το θεό που τρώει τα
παιδιά του.
Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού
τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν
απ’ τη βροχή και την απόσταση
Η ανάσα τους είν’ ο καπνός ενός τραίνου
που πάει μακριά, πολύ μακριά
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν
απ’ τη βροχή και την απόσταση
Η ανάσα τους είν’ ο καπνός ενός τραίνου
που πάει μακριά, πολύ μακριά
που πάει μακριά, πολύ μακριά…
Ξεκίνησαν
από το πρωί τις προετοιμασίες. Για πρώτη
φορά γέμισαν τα καλάθια στο σούπερ
μάρκετ. Λουκάνικα, μπριζόλες, κιμάδες,
κοτόπουλα. Τι κι αν ήταν νοθευμένα με
ορμόνες και τοξίνες;
Τι νόημα είχε πια;
Τι νόημα είχε πια;
Πήραν
και χρωματιστές χαρτοπετσέτες, γιορτινές.
- Να
πάρω κι ένα δωδεκάρι ουίσκι, δεν το ’χω
πιει ποτέ μου.
Κουβεντιάζουν……
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας
γίνεται σαν μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της
κι ακούει.
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας
γίνεται σαν μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της
κι ακούει.
Έψησαν
τις λιχουδιές τους σε ένα αυτοσχέδιο
μαγκάλι. Ήταν μισός θερμοσίφωνας…
Το
γλέντι βάστηξε ατέλειωτες ώρες. Έτρωγαν,
έπιναν, τραγουδούσαν, χόρευαν, συζητούσαν
και πάλι απ την αρχή. Γελούσαν.
Όλα
όσα έκαναν σε υπερβολή τούτες τις ώρες,
δεν τα είχαν κάνει ποτέ στο παρελθόν.
Να
έχουν φάει τόσο πολύ, να έχουν πιει τόσο
πολύ, να έχουν χορέψει τόσο πολύ, να
έχουν γελάσει τόσο πολύ.
Πάντα
στη ζωή τους υπήρχε ένα μέτρο. Μετρούσαν
και ξαναμετρούσαν τα γαμημένα τα ευρώ
και εκείνα δεν έφταναν…….
Είχε
πια φωτίσει.
Ερχόμαστε
από το πουθενά και καταλήγουμε στο
πουθενά. Το ενδιάμεσο διάστημα λέγεται
ζωή….
Είχαν
χορτάσει… Είχαν εξαντληθεί…
Αυτές
τις ώρες γνώρισαν στιγμές ελευθερίας.
Έκαναν ότι ήθελαν.
Τα
κρόταλα έπαψαν, το μωρό κινδυνεύει…
Πιο κοντά, πιο κοντά
μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους
μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους
Πήραν
το αυτοσχέδιο μαγκάλι, σφράγισαν καλά
τις πόρτες και τα παράθυρα.
Έγειραν
στο μαξιλάρι και πέθαναν με αξιοπρέπεια.
Το
γεγονός αυτό δεν είναι μυθιστόρημα,
είναι αληθινή ιστορία που συνέβη
στις
μέρες μας. Το μέγεθός του είναι πιο
μεγάλο και πιο ανήθικο κι από τα τρία
μνημόνια, αν τα προσθέσεις όλα μαζί.
Τα
παπαγαλάκια της τηλεόρασης, μέρος του
τύπου και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος
«διαμαρτυρόμενοι για την ναρκωτική
καταχνιά του ταμπάκου, του καπιταλισμού»*
είπαν πως
το μονοξείδιο του άνθρακος σε συνδυασμό με την αλκοόλη πολλαπλασιάζουν τον κίνδυνο δηλητηρίασης.
το μονοξείδιο του άνθρακος σε συνδυασμό με την αλκοόλη πολλαπλασιάζουν τον κίνδυνο δηλητηρίασης.
Λίγες
μέρες μετά οι αχυράνθρωποι ζητωκραύγασαν
το Γιώργο Παπανδρέου στο συνέδριο του
ΠΑΣΟΚ: «Νάτος, νάτος ο πρωθυπουργός»
Και
έντεκα πολυεθνικές για να επενδύσουν,
ζήτησαν νέους με 250 ευρώ κατώτατο μισθό.
*Allen
Ginsberg