Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

ΟΡΑΤΟΤΗΣ ΜΗΔΕΝ

            ΟΡΑΤΟΤΗΣ   ΜΗΔΕΝ 


                                  Βγήκες στο δρόμο κι άρχισες να σκούζεις και να λες
                                  Πως γρήγορα κουράστηκες για `κει που `χες να πας
                                  Μα οι βαλίτσες που φορτώθηκες είναι όλες αδειανές
                                  Πες μου γιατί, πες μου γιατί, γιατί τις κουβαλάς
                                  Στην πρώτη ανηφοριά κλατάρεις κι αρχινάς να κλαις
                                  Δεν γίνεται να φτάσεις λες `κει που άξιζες να πας
                                  Μα οι βαλίτσες που φορτώθηκες είναι όλες αδειανές
                                  Πες μου γιατί, πες μου γιατί, γιατί τις κουβαλάς
                                               ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ζούμε σε μια ωραία ατμόσφαιρα. Όμορφη, δίκαιη, συναρπαστική και αγγελικά πλασμένη. Γιατί μας βγάζει απ’ τη νιρβάνα της ευτυχίας μας ο Χριστόδουλος Ξηρός κι ο Πέτρος Τατσόπουλος; Εγώ παρακολουθώ από τις κερκίδες (και εκείνοι με ενοχλούν) τις αυτοκτονίες που καταγράφονται στην αρένα της ζωής. Ο Πέτρος δεν είναι προβοκάτορας …μαλάκας είναι! Ο Χριστόδουλος δεν είναι το πρόβλημα. Οι αυτοκτονίες είναι το πρόβλημα. Και επικίνδυνοι είναι αυτοί που τις προξενούν.    
Φορτωθήκατε το γάιδαρο. Να δω τώρα πώς θα τον λανσάρετε στην αγορά.
Τα παρασκηνιακά κόλπα και οι τζιριντζάντζουλες αντιμετωπίζονται με την ίδια συνταγή. Η ουσία στις διαδικασίες ήταν το ανύπαρκτο ήθος από όλες τις μπάντες.
Ο μόνος που είχε ήθος κατά τη διάρκεια και τη διαδρομή ήταν αυτός που σας κέρδισε.
Τώρα συνειδητοποιήστε αργά-αργά και χαλαρά πως η μαλακία πληρώνεται
Είμαι βέβαιος πως θα επαναλάβετε τα ίδια λάθη. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Παραμένει φτυστός και απαράλλαχτος. Φανταστείτε να έσκαγε κι η Βασούλα από καμιά γωνία με κανένα μπούγιο. Θα σας έπαιρνε και τα σώβρακα!
Αλήθεια, τι έγινε με το Διεθνές καφενείο;
Στο τέλος τι απομένει σούργελα; Η πικρή γεύση της αποτυχίας στα χείλη!
Περαστικά σας.
Η ισοπαλία του Ολυμπιακού με τον Ατρόμητο με προβλημάτισε έντονα.
Αναρωτήθηκα γιατί ο Μίτσελ χρησιμοποίησε σαν αλλαγές μετά το 65΄ λεπτό τον Μήτρογλου, τον Βάις και τον Σαβιόλα ενώ θα έπρεπε να τους χρησιμοποιήσει εξ αρχής παίζοντας επιθετικό ποδόσφαιρο. Φοβήθηκε τον Ατρόμητο ή κάτι άλλο συνέβη που δεν μπόρεσα να  αντιληφθώ;
Αυτά …που λέτε συντεχνιακοί τύποι, σκοταδιστές, βρικόλακες. Βγάλατε και τον άλλον στη σέντρα και ξεφτιλίστηκε. Να μου πείτε, αυτός το ξέρει το έργο, θα βρει άλλον συνδυασμό να τρουπώσει.
Τον πνίγει όμως το δίκιο.
 Η φαρσοκωμωδία σας έλαβε τέλος ή τώρα αρχίζει; 
«ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΔΕΧ ΚΙΖΟΝΤΑΙ» ήταν το σύνθημα που έγραψαν στον τοίχο του φροντιστηρίου με σπρέι. Πίεσα το μυαλό μου για να θυμηθώ. Μην είναι κανένα αρχαίο ρητό…καμιά αρχαία επιγραφή; Δεν βρήκα τίποτα… Μετά σκέφτηκα να το αποκωδικοποιήσω και τα κατάφερα.
Ήθελαν να γράψουν «ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΔΕΝ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΙ» διαμαρτυρόμενοι για τις συλλήψεις των Χρυσαυγιτών βουλευτών. Καταλαβαίνω το ότι είναι αμόρφωτοι κι ότι αν ήταν Έλληνες, θα έκαναν ορθογραφικά λάθη στα φωνήεντα, όμως αυτοί ήταν αλλοδαποί ναζιστές και κάνανε λάθος στα σύμφωνα  Όσο για το περιεχόμενο του συνθήματος ... Μάλλον είχαν «ΚΡΙΣΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ» αποτέλεσμα της γενικής κρίσης.
Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ότι θίχτηκαν οι συντεχνιακοί κι από άλλους πολιτικούς χώρους. Όμως εξηγείται επιστημονικά. Τα λαμόγια δεν έχουν ιδεολογία, δεν έχουν θρησκεία, δεν έχουν πατρίδα, δεν αγαπούν τον άνθρωπο.
Αυτό που τους ενώνει είναι οι κοινές απάτες και τα κοινά συμφέροντα.
Μίλησα στο τηλέφωνο με υψηλό παράγοντα του χώρου, που εξακολουθώ να εκτιμώ και μου είπε: «Ανοίγει η καρδιά μου και χαίρομαι όταν συνεργάζομαι με άτομα που προέρχονται από άλλους  χώρους». Αυτοί τι στο διάολο θέλουνε;


Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΡΙΛΙΕΣ



 ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΡΙΛΙΕΣ


Στα παλιά μας μοναστήρια είδα γέρους να μιλάνε για θεούς.
Μες στης πόλης τα σκουπίδια είδα χίλιους ξεχασμένους μου γνωστούς.


Κι οι πλατείες μας φουντώνουνε στη βία, οι εμπόροι, οι δασκάλοι κι οι ληστές
μας πουλάνε νοσταλγία και ενέσεις απ’ το χθες.

Στ’ ακρογιάλια είδα φίλους να ορκίζονται σε όρκους τρομερούς,
σε σχολές και σε γραφεία τους ξανά ’δα γερασμένους και χλωμούς.

Κι οι αλήτες γυροφέρνουνε στα πάρκα να ξανά ’βρουν τις χαμένες τους βραδιές.
Εσύ πίσω από τις γρίλιες  βλέπεις μόνο τις σκιές.

Τα παλιά, καλά τραγούδια μας αφήσαν, θέλει θάρρος να το λες,
κι οι παλιές μου θεωρίες δε μου φτάνουν να σ’ αγγίξω όταν κλαις.

Οι πλατείες μας φουντώνουνε στη βία, οι εμπόροι, οι δασκάλοι κι οι ληστές
μας πουλάνε νοσταλγία και ενέσεις απ’ το χθες. Το χθες………Το χθες…….
 

                                                                                 ΝΙΚΟΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΟΓΛΟΥ

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ένα φθαρμένο και άδικο καπιταλιστικό σύστημα χρησιμοποιεί την τεχνική του εκφοβισμού και της άνισης φορολόγησης. Ο απλός πολίτης τρέμει να μην του πάρουνε το σπίτι, να μην τον απολύσουν, να μην τον κλείσουν φυλακή για χρέη.  
Και από την άλλη χρησιμοποιούν τη μέθοδο της κοινωνικής πρόνοιας υπό μορφήν ζητιανιάς στη διατροφή, στα φάρμακα, στα τετράδια, στα παιχνίδια, στο νερό, στο πετρέλαιο, στο ηλεκτρικό ρεύμα. Λαϊκά συσσίτια και bazaar με σκοπιμότητα από πολιτικούς παράγοντες και δημάρχους για να μειώσουν την αξιοπρέπεια και τα αντανακλαστικά του ταλαιπωρημένου πολίτη. Οι προθέσεις τους μοιάζουν να είναι όμοιες με εκείνες απέναντι σε ένα πεινασμένο σκυλί που του πετάνε το κόκαλο
και περιμένουν καρτερικά να τους γλύψει το εύσπλαχνο χέρι του ευεργέτη.
Υπάρχει και το τρίτο στοιχείο, το «καπιταλισμός και θέαμα». Αυτό όμως αφορά τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Στις τριτοκοσμικές χώρες σαν και τη δική μας,
το θέαμα είναι καλωδιακό και για να το δεις πρέπει να πληρώσεις. Εδώ δωρεάν είναι οι διαφημίσεις, ο Πρετεντέρης και ο Άδωνις.   
Το ρουφιανιλίκι είναι «κληρονομικό χάρισμα»!
 Το κληρονόμησαν από τους γονείς τους και τους παππούδες τους, που έδρασαν στα χρόνια της κατοχής και της χούντας. Κι αφού ό,τι κινείται κρίνεται κι ό,τι μένει ακίνητο φορολογείται αντί να πληρώνουν φόρους ακινήτων (λουφάρουν σαν τον Λιάπη) και προτιμούν το ρόλο του κουκουλοφόρου καταδότη.
Και δεν το κάνουν σκόπιμα. Είμαι σίγουρος πως βασανίζονται που το κάνουν.
Όμως το αίμα που κυλάει στις φλέβες τους, τους οδηγεί να λειτουργήσουν έτσι.
Είναι το άτιμο το DNA που τους κάνει ρουφιάνους.
Τι ακριβώς γίνεται με το DNA, δεν το έχω καταλάβει εντελώς. Όμως στο ότι δεν αλλάζει ο κόσμος κι ότι παραμένει ο ίδιος και χειρότερος μάλλον παίζει ρόλο η διαιώνιση του είδους, το DNA και το κληρονομικό χάρισμα.
 Η ιστορία μας λέει πως στο παρελθόν πήραμε τα όπλα και πως κάναμε επανάσταση κατά των Τούρκων, αντισταθήκαμε κατά των φασιστών και των ναζιστών. Γιατί  τώρα τέτοια υποτονικότητα, τέτοια αδιαφορία, τέτοια παθητικότητα;
Υπάρχει εκφυλισμός της ράτσας, η χάλασε η συνταγή στη διαδρομή;
Η απάντηση είναι απλή. Δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο εχθρός. Δεν ξέρουν προς τα πού να στρέψουνε τα βόλια. Εδώ δεν ισχύει το χαζορομαντικό του Καββαδία «Φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου»
Ξεκάθαρα, ο εχθρός είναι ο ταξικός εχθρός. Τι γίνεται όμως με τις ηγεσίες και τα στελέχη των αριστερών κομμάτων που είναι αστοί; Τι γίνεται όταν η ταξική σύγκρουση διεξάγεται και μέσα στα λεγόμενα αριστερά κόμματα; Τι δουλειά έχει ο απολυμένος με τον προύχοντα; Ο άνεργος με τον μεγαλομέτοχο; Ο αγωνιστής με το λαμόγιο; Πώς αύριο οι καλοπερασάκηδες κι οι μιζαδόροι θα διεκδικήσουν την ψήφο του εργαζόμενου για να αυξήσουν τα εισοδήματα τους και για να προβάλλονται από τα τηλεοπτικά πάνελ; 

«Στο `πα και το `66 ένα βράδυ βροχερό
θα `μαι μακριά σου τότε που θα ψάχνεις για γιατρό
για γιατρό, για δικηγόρο να σου δώσουνε γραμμή……»*

Είναι υποχρέωση των κομμάτων της συνεπούς αριστεράς να εκπροσωπούνται από εργαζόμενους αγωνιστές που έχουν αναδειχθεί από λαϊκές κινητοποιήσεις και λαϊκούς αγώνες και που αντιλαμβάνονται, ζουν και νιώθουν στο πετσί τους την καπιταλιστική κρίση. Και όχι από συμβιβασμένους που αλληλοεξυπηρετούνται από το φθαρμένο καπιταλιστικό σύστημα.
Οι δημοτικές και οι περιφερειακές εκλογές θα είναι το πρώτο τεστ και δε θα πρέπει να χαθεί η ιδεολογική αντιπαράθεση  και ο ταξικός τους χαρακτήρας. Σας έβαλα στις ράγες.
Από κει και πέρα πράξετε τα δέοντα.

*Διονύσης Σαββόπουλος

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ



                    ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 


                         Ποιος μας γηροκομεί τη σήμερον ημέρα,
                         ψηστιέρα, καρβουνιέρα, μούσα Δεκεμβριανή.
                         Πολέμησα καιρό σε όλα τα πεδία
                         και με τυφλή μανία ξέσκιζα τον εχθρό.
                         Τώρα με χειρουργεί η αλλήθωρη νεολαία,
                         μια τσογλανοπαρέα, που κάνει κριτική.

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Πλησιάζοντας στα Χριστούγεννα έρχονται στο μυαλό μου έντονες αναμνήσεις από τους χάρτινους παιδικούς ήρωες, τον Πεπίτο Γκονζάλες από το Μεξικό, το βοηθό σερίφη και φίλο του Ελληνόπουλου Τζιμ Άνταμς (Δημήτρης Αδαμόπουλος) και του γάιδαρού του, Πελεγκρίνο. Το όνειρο του Πεπίτο ήταν να γίνει σερίφης του Ώστιν του Τέξας, ένα όνειρο που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Χιλιάδες αυτοτελή επεισόδια στο Μικρό Σερίφη, στο Μικρό Κάου μπόυ, στο Μικρό Αρχηγό άφησαν ανεκπλήρωτα τα όνειρά του……
Όνειρα που τα έκανε πράξη όμως ο Τσίπρας σε μια νυχτιά. Έγινε σερίφης του Ώστιν υπό την καθοδήγηση του οικονομολόγου Βαρουφάκη, παλιού συμβούλου του Γιώργου Παπανδρέου. Όσο για τον Πελεγκρίνο, παραποίησε το όνομά του κι έγινε πρύτανης σε ελληνικό πανεπιστήμιο. Τι σου επιφυλάσσει η ζωή!
Σε τι γλώσσα μιλούν τα σούργελα και με τι κώδικες επικοινωνούν μεταξύ τους; Πώς
διαιωνίζονται και πώς πολλαπλασιάζονται; Πώς αλλάζουν χρώμα και ιδεολογία ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες; Πώς θεωρούν πως θα δώσουν λύσεις στα προβλήματα οι προβληματικοί; Κι αυτοί που τους αποδέχονται μήπως είναι πιο προβληματικοί; Σε τι κόσμο μπαμπά μ’ έχεις φέρει να ζήσω;

Αυτόν που υψώνει τη γιορτή και την ξανακερδίζει
τον πήρα για εξτρεμιστή τώρα τον χαιρετάω
Μάγερά μου κι εργοδότη, συνεταίρε και συμπότη
σήκωσε το γιοματάρι για ν’ ανθίσει το κουφάρι

Αποπειράθηκα να μαγειρέψω γίδα δανεική χωρίς να γνωρίζω τον τρόπο. Μπήκα στο διαδίκτυο για να βρω τη λύση. Οι συνταγές χωριζόντουσαν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στις άσπρες και στις κοκκινιστές. Οι άσπρες ήταν σούπα, βραστό με ζουμάκι, σπυραλατιστή, με αγκινάρες, αυγοκοφτή, γαμοπίλαφο και οι κοκκινιστές με φασολάκια, στιφάδο, με τραχανά. Προτίμησα να την κάνω γιουβέτσι στο φούρνο.
Πρόβρασέ την ώρες. Βάλε κανέλλες, βάλε γαρίφαλα, βάλε δαφνόφυλλα, βάλε ξύδι, βάλε κρασί και κρεμμύδια ψιλοκομμένα και στα τέσσερα και σκόρδα και πελτέ και κονκασέ, αλάτια και πιπέρια. Έφαγα τέσσερις ώρες μέχρι να ολοκληρωθεί στο φούρνο με κριθαράκι. Ευτυχώς το αποτέλεσμα ήταν καλό.
Κάπου αλλού, προς την παραλιακή, είχαν συγκεντρωθεί να επιλέξουν τον μπροστάρη, τον Αριστερό υποψήφιο δήμαρχο. Το τι ονόματα έχουν ακουστεί, δεν μπορείς να το φανταστείς. Ο κουρέας, η γυναίκα του κουρέα, ο Βλάσης το βλίτο, ο Μήτσος ο πιτόρος, ένας πρώην Επενίτης, ο Μητσοτάκης, διαγραμμένοι από άλλους συνδυασμούς, φαντάσματα του παρελθόντος, παίχτες πάγκου από ερασιτεχνικά ποδοσφαιρικά σωματεία. Μισθοφόροι, πραιτοριανοί, κανά δυο ξαδέλφια του Άδωνη,
η ανιψιά του Σκουρλέτη, διαφωνούντες της Ζωής Κωνσταντοπούλου και του Πέτρου Τατσόπουλου, οπαδοί της δραχμής και της μνας και ο Λέλος. Θεέ μου, πού θα καταλήξουνε; Θεέ μου, πώς συνυπάρχουν, πώς συνεννοούνται μεταξύ τους, πώς δεν ξελιγώνονται στα γέλια όταν μιλάνε, πώς έχουν ύφος σοβαρό, από πού ξεφύτρωσαν όλα αυτά τα σούργελα; Πόσα play station έκαψαν πριν καούνε;

Ευτυχισμένος άνθρωπος κι ωραία η εκλογή του
Στην αγορά ξανοίγεται κι όλα κυκλοφορούνε
Και γυρίζουν γύρω -γύρω ψησταριές μ’ ωραίο γύρο
ψάρια πάνω στις φλογίτσες, αθερίνη, μαριδίτσες
Χαφιέδες και πρεζάκηδες και ταξικά κωθώνια
Δε θα σε αλαφιάζουνε με τις πολιτικές τους
ρούχα καθαρά θα βάλει και θα τρώει το πορτοκάλι
το τραγούδι θα γυρίσει και η λάσπη θα μιλήσει

Αποσπάσματα από τους τους «ΑΧΑΡΝΗΣ» (του Αριστοφάνη) σε μια σύγχρονη εκδοχή του Διονύση Σαββόπουλου






Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΒΡΟΧΗ



               ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΒΡΟΧΗ
                (Ο Μεσσίας βούλιαξε στην πετρελαιοκηλίδα)


                                                    «Μα η μικρούλα του η καρδιά
                                                    -καρδιά ακροβάτη 
                                                    - τίποτα δε λαχταρούσε πιο πολύ
                                                    απ' αυτήν την τρελή βροχή που σχεδόν πάντα
                                                    φέρνει αέρα που σχεδόν πάντα φέρνει ήλιο.»

                                                                                                 
                                                                                            Μπερνάρδο Ατσάγα


ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Οι τέσσερις γάτοι έφτασαν στο μπαλκόνι, κι αμέσως κατάλαβαν πως έφταναν αργά.
Ο Κολονέλο, ο Ξερόλας και ο Ζορμπάς έμειναν να κοιτάζουν με ευλάβεια το άψυχο σώμα του γλάρου, ενώ ο Γραμματικός κουνούσε πέρα-δώθε την ουρά του για να διώξει τη μυρωδιά της βενζίνης. Η  γλαροπούλα μάνα Κενγκά ήταν νεκρή.
Τέσσερις λιμανόγατοι μιλάνε τη γλώσσα των ανθρώπων, καμιά όμως εγκυκλοπαίδεια, όσες γνώσεις κι αν περιέχει, δεν ήταν επαρκής για να τους μάθει πώς μπορείς να διδάξεις ένα μικρό γλαροπούλι να πετάξει. Η γνώση είναι ανεπαρκής όταν λείπει η θέληση, το συναίσθημα, ο στόχος κι ο αγώνας.
Στο λιμάνι του Αμβούργου οι γάτοι μιλάνε την ανθρώπινη γλώσσα ή η εσωτερική δύναμη του ποιητή τον κάνει να αντιλαμβάνεται τις γλώσσες των ζώων;
Μήπως συνομιλούν μεταξύ τους με το βλέμμα, με το δάκρυ, με τις προθέσεις, με την καρδιά; Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΡΚΟΣ. Ο ΟΡΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΣΧΕΣΗ.
Η δύναμη της ποίησης μπορεί να ανυψώσει έναν άγουρο πρωτάρη γλάρο. Να τον προστατεύσει από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες και από τα απόβλητα των ανθρώπων, θυσία στο βωμό του κέρδους ενός φθαρμένου κοινωνικού συστήματος.
Ο γλάρος είναι ο μετανάστης που πνίγηκε στις ακτές της Ιταλίας. Που μαχαιρώθηκε
από χέρι φασίστα. Που θάφτηκε στις εγκαταστάσεις των Ολυμπιακών έργων.
Που πυροβολήθηκε από μισθοφόρους στα βάθη της Αφρικής και της Ασίας. Που θέλησε να ζήσει ελεύθερος για αυτό τον σταύρωσαν.
Γλάροι είναι οι άγιοι της επανάστασης στα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα που διεκδικούν το δικαίωμα στη ζωή και στην ελευθερία για ένα κομμάτι γη, για ένα κομμάτι ψωμί, για μόρφωση, για φάρμακα και καθαρό νερό.
Γλάροι είναι οι Παλαιστίνιοι, ο απολυμένος βιομηχανικός εργάτης, ο δάσκαλος.
Ο αυτόχθονας που του τσάκισαν τα φτερά και δεν κατάφερε να πετάξει…
Σ’ όλα τα λιμάνια οι γάτοι μιλάνε την ανθρώπινη γλώσσα, στο λιμάνι του Πειραιά,
του Άμστερνταμ, του Λίβερπουλ και δίπλα τους ένας ποιητής θα καταλαβαίνει τη γλώσσα τους και θα μεταδίδει το μήνυμα.

Θεέ μου που μας ορίζεις κι όλους μας βλέπεις ένα
δεν είναι όπως νομίζεις
δεν είναι όλα όπως νομίζεις εδώ κάτω μοιρασμένα
δεν είναι όλα, δεν είναι όλα, δεν είναι όλα μοιρασμένα.
Μα εσύ που μας φροντίζεις σαν πρόβατα σφαγμένα
στείλε μου αν θέλεις λίγη
μόνο λίγη, τόση δα, δικαιοσύνη και για μένα*

Μια ψιλή βροχή έπεφτε στο Αμβούργο, και οι κήποι μοσχοβολούσαν νοτισμένη γη.
Η άσφαλτος στους δρόμους άστραφτε, κι οι φωτεινές επιγραφές καθρεφτίζονταν παραμορφωμένες στο βρεγμένο οδόστρωμα. Μόνο ένας άνθρωπος, τυλιγμένος σε μια καμπαρτίνα, βάδιζε στο δρόμο του λιμανιού, με κατεύθυνση το μαγαζί του Χάρι.
«Θα πετάξεις, Καλότυχη» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Πάρε μια βαθιά εισπνοή. Μύρισε τη βροχή. Η βροχή είναι νερό. Στη ζωή σου, θα συναντήσεις πολλούς λόγους για να 'σαι ευτυχισμένη - ένας απ' αυτούς λέγεται νερό, ένας άλλος, άνεμος κι ένας άλλος, ήλιος, κι αυτός ο ήλιος εμφανίζεται πάντα σαν αντιστάθμισμα μετά τη βροχή. Μύρισε τη βροχή. Άνοιξε τα φτερά.»
Η γλαροπούλα άπλωσε τις φτερούγες της. Οι προβολείς την έλουζαν στο φως, κι η βροχή τής έλουζε με πέρλες τα φτερά. Ο άνθρωπος κι ο γάτος την είδαν να υψώνει το κεφάλι με τα μάτια κλειστά.
Η Καλότυχη εξαφανίστηκε απ' τα μάτια τους. Ο άνθρωπος κι ο γάτος φοβήθηκαν. Είχε πέσει σαν πέτρα. Με κομμένη την ανάσα απ' την τρομάρα, έσκυψαν πάνω απ' το κιγκλίδωμα, και τότε την είδαν να φτεροκοπάει, να πετάει πάνω απ' το πάρκινγκ, κι ύστερα την είδαν να φτάνει ακόμα πιο ψηλά κι από τον χρυσαφένιο ανεμοδείκτη που στεφανώνει τη μοναδική ομορφιά του Αγίου Μιχαήλ.
Η Καλότυχη πετούσε ολομόναχη μέσα στη νύχτα τού Αμβούργου.
Απομακρύνθηκε, φτερουγίζοντας με δύναμη, ώσπου σηκώθηκε πιο ψηλά από τους γερανούς του λιμανιού, κι ύστερα γύρισε πλανάροντας κι έπιασε να γυροφέρνει το καμπαναριό της εκκλησίας.**
Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να ’ταν πωρικό, το μυαλό μου.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα∙ ένιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. Έβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. Ό,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.
Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε…***

*ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ  **ΛΟΥΙΣ ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ  ***ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ