ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΗΡΩΩΝ
Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά.
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά.
Και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.
Σάρκες, λινάτσες, ξύλα,
φτιασίδια,
ρίμες αισθήματα, πέπλα στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές
ρίμες αισθήματα, πέπλα στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές
ριγμένα ανάκατα μαζί μ᾿ εμάς
(πες μου πού πάμε; πες μου πού πας;)
Πάνω απ᾿ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου η ζέβρα
(πες μου πού πάμε; πες μου πού πας;)
Πάνω απ᾿ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου η ζέβρα
γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην
κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν!)
Και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν!)
Και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες
και την καρδιά μας ένα
σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Μεγάλο κι ατελείωτο
τούτο το καλοκαίρι. Διαβάζω soft λογοτεχνία «Ο Άδωνις και
το Βερίκοκο». Το χειμώνα διαβάζω βαριά λογοτεχνία: Μπλεκ, λοχαγό Μαρκ, Σούπερ Γκούφη, Λούκι Λουκ, Αστερίξ, Σεραφίνο, ήρωες των
παιδικών μου χρόνων, ήρωες των κόμικς.
Όμως για τους ήρωες της πραγματικότητας, τους ήρωες της ιστορίας τι γίνεται; Όταν τους αποκαθιστάς δε θα ’πρεπε να στέλνεις στο σκαμνί και να δικάζεις όλους αυτούς που τους δυσφημήσαν και τους έστειλαν στη δυσμένεια και στο θάνατο;
Όμως για τους ήρωες της πραγματικότητας, τους ήρωες της ιστορίας τι γίνεται; Όταν τους αποκαθιστάς δε θα ’πρεπε να στέλνεις στο σκαμνί και να δικάζεις όλους αυτούς που τους δυσφημήσαν και τους έστειλαν στη δυσμένεια και στο θάνατο;
Φαίνεται πως δεν
είναι μόνο η οικονομική κρίση και η κρίση αξιών στις μέρες μας. Είναι και η
κρίση κατασκευής ηρώων. Η μηχανή παραγωγής
χάλασε και σβήνει, πολτοποιεί, αμφισβητεί
και απομυθοποιεί από τις μνήμες μας όλους κι όλα όσα είχαν καταγραφεί κατά το
ένδοξο παρελθόν.
Περίπου ένα μήνα μετά την επιστροφή του Ζαχαριάδη από το
Νταχάου, ο Γιάννης Ρίτσος τυπώνει το «επικαιρικό», αλλά όχι έλασσον, ποίημά του
«Ο σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης». Η άφιξη του ηγέτη του ΚΚΕ στα γραφεία του
«Ριζοσπάστη» -με πανωφόρι το στρατιωτικό αμπέχονο και ποδήματα τις αρβύλες που
του είχαν δώσει οι συμμαχικές αρχές μετά την απελευθέρωση των κρατουμένων του
γερμανικού στρατοπέδου συγκεντρώσεως- καταγράφεται στο φύλλο της 31ης Μαΐου
1945 και από τον ευαίσθητο μάστορα του χρονογραφήματος και ποιητή, που
υπογράφει με το ψευδώνυμο Απ. Σπήλιος, δηλαδή τον Απόστολο Κολτσιδόπουλο (1909
- 1976). Γράφει λοιπόν στη στήλη του «Σφυριές», υπό τον τίτλο «Πώς ήρθε ένας
αρχηγός»: Άξαφνα -σα να άλλαξε κάτι μέσα στο δωμάτιο. Ο αέρας έγινε
ελαφρότερος. Τα κεφάλια [...] ανασηκώθηκαν και στράφηκαν προς την πόρτα. [...]
«Κάτι» ήρθε [...]. Από πολύ μακριά... Μα κι από πολύ κοντά μας ταυτόχρονα: Τα
ματωμένα στρατόπεδα της Γερμανίας και το αίμα της καρδιάς μας που κλωθογύρισε
γοργότερα, εντονότερα στις φλέβες- μας τον «ανήγγειλαν». Η πόρτα εξακολουθούσε
να μένει κλειστή. Ο σκιτσογράφος δίπλα μου ψιθυρίζει: «Ένας φαντάρος είναι μέσα
στη Διεύθυνση. Κι είναι όλοι σκυμμένοι απάνω του...» Ένας φαντάρος! Αυτό τα ’λεγε
όλα. [...] Και η πόρτα άνοιξε κάποτε. Και είδαμε την Απλότητα, τη Δραματική
Απλότητα των σύγχρονων καιρών να χαμογελά και να μας χαιρετάει. Ένα χοντρό
χειμωνιάτικο αμπέχονο, δυο αρβύλες που πατούσαν στερεά στο έδαφος και τα μάτια
να σπιθίζουν σε προσπάθεια αναγνώρισης! Όλοι νέοι... όλοι άγνωστοι... Τα χέρια
σφίγγονται, τα πρόσωπα γελάνε κ’ οι καρδιές μιλάνε στον Αρχηγό. [...].»
Ο Ρίτσος επιλέγει από την περιγραφή του Σπήλιου ψηφίδες για
τη δική του εικονοποιία, και τις μεταλλάσσει και τις εντάσσει στο ποιητικό του
έργο, δίνοντας τη δικιά του πνοή στο συμβάν και στην περιγραφή του:
«Ήρθες απ’ του Νταχάου τα συρματοπλέγματα / [...] / όπως
έρχεται ο ήλιος από την πόρτα της νύχτας. / Ήρθες μ’ ένα χοντρό στρατιωτικό
χιτώνιο / απλός φαντάρος της παγκόσμιας λευτεριάς / εσύ αρχηγός δίχως παράτες
και γαλόνια και παράσημα / [...] κι ο μπάρμπα - Γιώργος χτύπησε το χαρτονένιο
του τσαρούχι στο πανί του Μόλα / σάμπως να οσμίστηκε κάποιο μαντάτο «ωρέ
ζαγάρια» στον αγέρα. / «Κάποιος στέκει στην πόρτα». «Ένας φαντάρος. / [...]
ήσουν συ που στεκόσουν στην πόρτα απ’ όξω / με το χοντρό στρατιωτικό σου αμπέχονο
με τις μεγάλες τσέπες σου / ολόγιομες με την καρδιά μας / [...].»
Οι τελευταίες λέξεις
σε χαρτί …..Το τελευταίο αντίο.
«Το κουφάρι μου το
κληροδοτώ στους Μπρέζνιεφ, Κολιγιάννη, Φλωράκη και Σία. Χαλάλι τους». Υπογραφή:
Νίκος Ζαχαριάδης.
Μ' αυτό
το δραματικό υστερόγραφο στο γράμμα της αυτοκτονίας του -την 1η Αυγούστου 1973,
στο Σουργκούτ της Σιβηρίας, όπου ζούσε εκτοπισμένος από τις σοβιετικές αρχές
και το κόμμα του- ο άλλοτε ηγέτης του ΚΚΕ, ολοκλήρωσε την τελευταία πολιτική
πράξη του και περνούσε οριστικά στην κρίση της Ιστορίας