ΤΑ ΑΝΕΙΠΩΤΑ
Τα περασμένα καίγονται, στη λησμονιά πετάνε
Γίνονται αγιάτρευτες πληγές τις νύχτες και πονάνε
Στη λησμονιά σε πάνε…
Στάσου λιγάκι, μη μιλάς, άσε το χτύπο
της καρδιάς
να πει ό,τι είναι για να πει, στο φως να γεννηθεί…
Για ένα τίποτα, μη φοβηθείς, πώς φτάσαμε στ’ ανείπωτα…
Γλυκιά μου, μη χαθείς…
να πει ό,τι είναι για να πει, στο φως να γεννηθεί…
Για ένα τίποτα, μη φοβηθείς, πώς φτάσαμε στ’ ανείπωτα…
Γλυκιά μου, μη χαθείς…
Και τα χαράματα σαν ’ ρθεί … με μια
λαχτάρα η προσμονή
Θα’ ναι μι’ αλλόκοτη χαρά, θα γίνει δίψα και φωτιά…
Θα’ ναι μι’ αλλόκοτη χαρά…
Θα’ ναι μι’ αλλόκοτη χαρά, θα γίνει δίψα και φωτιά…
Θα’ ναι μι’ αλλόκοτη χαρά…
Στάσου λιγάκι, μη μιλάς, άσε το χτύπο
της καρδιάς
να πει ό,τι είναι για να πει, στο φως να γεννηθεί…
Για ένα τίποτα, μη φοβηθείς, πώς φτάσαμε στ’ ανείπωτα…
Απόψε, μη χαθείς...
να πει ό,τι είναι για να πει, στο φως να γεννηθεί…
Για ένα τίποτα, μη φοβηθείς, πώς φτάσαμε στ’ ανείπωτα…
Απόψε, μη χαθείς...
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΕΡΒΟΥΔΑΚΗΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ
ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Πολλές
φορές τα φαινόμενα απατούν και εξαπατούν.
Τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Τίποτα
δεν είναι στάνταρ. Όπως στο ΠΡΟ-ΠΟ. Όπως
στο ποδόσφαιρο, που ενώ όλοι χαιρόμασταν
το στήσιμο και την αγωνιστικότητα του
Ολυμπιακού Βόλου και της Καβάλας, αυτά
ήταν αλλού στημένα. Όπως με τους Ιησουίτες,
που ενώ διαρκώς προσεύχονται και
εξυμνούν τον Κύριο, πίσω απ’ αυτά τα
«κεριασμένα» και πιστά πρόσωπα μπορεί
να κρύβονται παιδεραστές, κίναιδοι,
έμποροι ναρκωτικών και ό,τι άλλο μπορεί
να φανταστεί η πιο διεστραμμένη φαντασία.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Άβυσσος
και τα έργα του.
«Όλα
στη ζωή είναι ρόλοι» όπως λέει και ο
εμπνευσμένος λαϊκός στιχουργός. Αρκεί
να
ξέρεις αυτούς τους ρόλους να τους παίζεις
σωστά σεβόμενος τον εαυτό σου και τους
γύρω σου, αλλιώς είσαι αγύρτης και
απατεώνας.
Πολύ
το βάρυνα το κείμενο με τα περί
ηθικοπλαστικού χαρακτήρος, όμως καμιά
φορά χρειάζεται. Υπάρχουν παντού και
πάντα παραλήπτες, που λαμβάνουν τα
μηνύματά μου.
Εννέα
όγδοα. Ένα βαρύ ζεϊμπέκικο γραμμένο από
το φίλο μου το Μήτσο το Ζερβουδάκη.
Πατάει γερά, βαριά και αντρικά πάνω στη
γη κι είναι στιγμές που ενώνεται ο
άνθρωπος με το Θεό, είναι στιγμές που
ενώνεται ο άνθρωπος με το διάολο…….
Ζεϊμπέκικος:
αρχαίος χορός της Θράκης που οι ζεϊμπέκηδες
τον μετέφεραν στη Μικρά Ασία και από
εκεί επέστρεψε μαζί με τους μικρασιάτες
πρόσφυγες. Χορός κατ’ εξοχήν ανδρικός,
πολεμικός, συνεπακόλουθος της ήττας.
Όταν ένας άνδρας χορεύει ζεϊμπέκικο
έχει ήδη χάσει τη μάχη. Οι συμπολεμιστές
του είναι πια νεκροί. Αυτός, ο μόνος
ζωντανός μάχεται να παραμείνει ζωντανός.
Για τον χορευτή που χορεύει ζεϊμπέκικο
δεν υπάρχουν άλλοι. Είναι μόνος του,
ηττημένος, πονεμένος, χωρίς δυνάμεις,
παραπαίει και παραπατά, χάνει το ρυθμό
της ζωής και τον ξαναβρίσκει. Χτυπά
απελπισμένα στα τυφλά. Εκλιπαρεί και
οδύρεται. Είναι ζαλισμένος, χαμένος,
λαβωμένος, μόνος κι έρημος, μα συνεχίζει.
Όταν κάποιος χορεύει ζεϊμπέκικο δεν
έχει πια τίποτ’ άλλο να χάσει. Ψυχορραγεί.
Και αυτό το ψυχορράγημα είναι οι κινήσεις
του σώματος. Δεν υπάρχουν βήματα, δεν
υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Δεν υπάρχει
σχέδιο. Το σώμα αγωνίζεται να επιβιώσει
όπως -όπως. Πέφτει και ξανασηκώνεται.
Γονατίζει και τρικλίζει. Στρίβει στα
τυφλά. Έχει χάσει την αίσθηση του χώρου
και του χρόνου. Γυρίζει ο χορευτής γύρω
από τον εαυτό του κυκλωμένος από εχθρούς,
πόνους και βάσανα που τον χτυπούν από
παντού. Πολεμάει για να ζήσει κι ας είναι
ήδη νεκρός. Κάποιες φορές χτυπά το χέρι
του στο πάτωμα όπως χτυπά ο νεκρός την
πόρτα του Άδη. Ν’ ανοίξει, να μπει, να
ησυχάσει….
Ο
νεοπλουτισμός μετέφερε το ζεϊμπέκικο
στα μπαρ και στα σκυλάδικα όπου οι
αλλοδαπές και τα τσακλοκουδουνα
ξεσαλώνουν στις μπάρες και στα τραπέζια
επιδεικνύοντας την κυτταρίτιδα και τα
εσώρουχά τους.
Ο
Ζεϊμπέκικος είναι ο κατεξοχήν ανδρικός
χορός. Μοναδική ίσως εξαίρεση το κορμί
της χαροκαμένης μάνας στη συγκλονιστική
φωτογραφία με τη μάνα (Κατίνα Τούση) να
θρηνεί πάνω από το πτώμα του γιου της
στη Θεσσαλονίκη, στη μεγάλη διαδήλωση
των καπνεργατών απεργών στις 9 Μαΐου
του1936 (πρωτοσέλιδη στην εφημερίδα
“Ριζοσπάστης” αλλά και στη “Μακεδονία”
της 12ης Μαΐου του1936), που ενέπνευσε τον
ποιητή Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον
“Επιτάφιο.”