Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ



ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Τα πάντα στηρίζονται στο ψέμα και στην υποκρισία. Κομματικοί γραφειοκρατικοί
μηχανισμοί ενδιαφέρονται μόνο για τη δική τους εξέλιξη, συντήρηση και ανάπτυξη
προς ίδιον όφελος. Όλα όσα υπόσχονται και τάζουν είναι παραμύθια για μικρά παιδιά, άτεχνα αστειάκια για να περνάει η ώρα.
Τετάρτη μεσημέρι παρακολούθησα ένα διάλογο σε μια απ’ αυτές τις ελαφριές μεσημεριανές τηλεοπτικές εκπομπές. Οικοδέσποινα η Ελένη Μενεγάκη και φιλοξενούμενη η Λιάνα Κανέλλη, βουλευτής του ΚΚΕ.
-Λιάνα, το πλήρωσες το Χαράτσι;
-Το πλήρωσα ….έχω ανήλικο παιδί.
-Και τον κόσμο τι τον συμβουλεύεις να κάνει;
-Να μην το πληρώσει.
Η Λιάνα και οι άλλοι! Αρκετά με δαύτους.
Πάμε τώρα στον ελευθερόστομο, όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται απαντώντας σ’ αυτούς που τον έλεγαν αθυρόστομο, τον Κώστα Βάρναλη, που ποτέ δεν προσποιήθηκε τον διανοούμενο.
Και που ήταν πάντα αληθινός, ευθύς και εύστοχος.
«Είχα γυναίκα, είχα και ζα, είχα μια Βάσω με βυζά, μα προκοπή δεν είχα.
Σε ποιο χαρέμι να παχαίνει, στα μαξιλάρια ξαπλωμένη, μασώντας τη μαστίχα.»

«Η ποίηση του Βάρναλη, γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης, δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι· κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά γυμνάσματα και δοκιμές και περιπλανήσεις στους λειμώνες των ασφόδελων. Μ᾿ άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα που ’πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού».



*Στα 1973, το καλοκαίρι, πήγαμε μια παρέα με αυτοκίνητο και τον πήραμε απ’ το καφενείο “Νέα Ελλάς” της πλατείας Κολωνακίου και πήγαμε, κατά δική του προτίμηση, σε γνωστό του παραθαλάσσιο κέντρο στο Κόκκινο Λιμανάκι της Ραφήνας. Ένας άνθρωπος που σήκωνε επάνω του 90 χρόνια, είχε μια μοναδική ευρωστία και διάθεση. κατά τη διαδρομή, μιλούσε για τη λογοτεχνική του σύνταξη, που αν την έπαιρνε (αν πρόφταινε) θα καλυτέρευε λίγο τα δύσκολα οικονομικά του. Όταν φτάσαμε στη θάλασσα, θυμήθηκε πως δεν είχε πάρει το μαγιό του. Τον είδαμε να φεύγει μακριά μας και να πέφτει στη θάλασσα τσίτσιδος. Απομακρύνθηκε, τον βλέπαμε να κολυμπά στα βαθιά σαν δελφίνι. Ύστερα πήγαμε στο κέντρο, παράγγειλε για τον εαυτό του ενάμισι κιλό λιθρίνια (ναι! ενάμισι) και τα έφαγε όλα πεσμένος αμίλητος επάνω στο πιάτο. Ήπιε κρασί, έφαγε φρούτα, μίλησε με πόνο για την κατάσταση, για το Βουτυρά, τον Παλαμά, τον Παπαδιαμάντη, είπε διάφορα ανέκδοτα. Σε μια στιγμή, από μια παρέα στο βάθος, ακούστηκαν χειροκροτήματα. “Ο  Βάρναλης, ο Βάρναλης! Γεια σου”. Και άλλα απ’ την άλλη πλευρά, και άλλα από πέρα. Σηκώθηκαν μερικοί νέοι και του φίλησαν το χέρι. Μια παλιά του θαυμάστρια τον φίλησε, την αγκάλιασε. Απάγγειλέ μας κάτι, του λέει μετά στ’ αυτί. Δεν απαγγέλω, δεν έχω φωνή, της λέει. Άρχισε εκείνη και απάγγειλε τους “Μοιραίους”. Σώπα, της λέει, θα μας πάρουν είδηση. Όταν έφυγαν από το τραπέζι μας και καταλάγιασε ο ενθουσιασμός, “να, είδες”, είπε συγκινημένος, “κάτι τέτοια με κρατούν στη ζωή κι ας είμαι πεταγμένος στο περιθώριο… αυτός ο λαός είναι μεγάλος, είναι σαν τη θάλασσα, ποτέ δεν ησυχάζει, ούτε λυγά, ούτε πέφτει.
Κάτι μου λέει πως θ’ αξιωθώ να ζήσω και να χαρώ το θρίαμβό του.

*Γιώργος Βαλέτας “Η ζωή και το έργο του Κώστα Βάρναλη”
άρθρο στο περιοδικό Νέα Εστία, τ.1163, Χριστούγεννα 1975

Ι
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ απ᾿ όλα το κρασί!
«Ποιος φταίει; Ποιος φταίει;... κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.
Έτσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

ΙΙ
«Όταν πεθαίνει βασιλιάς, μη χαίρεσαι λαουτζίκο
Μη λες πως θάν’ καλύτερος ο νυν από τον τέως
Πως θάναι το λυκόπουλο καλύτερο απ’ τον λύκο
Τότε μονάχα να χαρείς: αν θάναι ο τελευταίος»

ΙΙΙ
«Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ᾿ αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ᾿ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν ειν᾿ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!»

ΙV
«Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε,
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε».

V
«Δε θα μας σώσει Ανατολή γιά Δύση
μήδ’ Έλληνες ή βάρβαροι θεοί
Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει,
άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί.»

VI
«Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης,
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.»

VII
«Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, Λευτεριά,
αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά,
σαν θα περάσω Αντίκρα.» 

VIII
«Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς». 

*Αποσπάσματα από ποιήματα του Κώστα Βάρναλη

Ο Βάρναλης είναι ως κοινωνικός ποιητής και συγγραφέας μοναδικός. Πουθενά στο έργο του δεν υπάρχουν τα ίχνη ενός διανοουμενισμού, πού συχνά συναντάται σε ανάλογες περιπτώσεις. Το ισχυρό ταλέντο του μετέβαλλε σε καθαρή «λαϊκή» τέχνη και σπαρταριστό υλικό, οποιαδήποτε ιδέα ή ιδεολογία βρισκόταν στην αφετηρία της δημιουργίας του. Γι' αυτό, χωρίς να προδίδει τους κανόνες της τέχνης, η οποία απαιτεί μια εκφραστική αυτονομία, μιλούσε άμεσα στις καρδιές του λαού.