Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

ΕΠΙΘΕΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ



ΕΠΙΘΕΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ


             Πού πήγαν οι μέρες, πού πήγαν οι μήνες, πού πήγαν τα χρόνια;
Φωτιά στα Χαυτεία, καπνιά στην Αιόλου, βρωμιά στην Ομόνοια
Ουρλιάζουν τριγύρω Φολκσβάγκεν και Φίατ, Ρενό και Τογιότα
Σε λίγο νυχτώνει, στην έρημη πόλη θ' ανάψουν τα φώτα
Κι ανθρώποι μονάχοι μες την κόλαση ετούτη θα γίνουν λαμπάδα
Πώς τα 'κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα;
Πού πήγες Αφρούλα, του ονείρου λουλούδι πού πήγες Ελένη;
Κρυφές αμαρτίες της άχρωμης μέρας το φως δεν ξεπλένει
Μονάχα πληβείοι με μάτια θλιμμένα χτυπάνε καρτέλες
Στον άθλιο μισθό τους σφιχτά κολλημένοι σαν στρείδια σαν βδέλλες
Για ένα δυάρι, για λίγη βενζίνα, για μια φασολάδα
Πώς τα 'κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα;
Πού πήγες αγάπη παράδεισε πρώτε, πού πήγες ελπίδα;
Περάσαν οι μέρες, περάσαν τα χρόνια κι ακόμα δεν είδα
ατρόμητους άνδρες, σοφούς κυβερνήτες, μεγάλους αντάρτες
να σπάζουνε πύλες, να ρίχνουνε τείχη, ν' αλλάζουν τις στράτες
κι η νύχτα να γίνει χρυσό μεσημέρι κι η μέρα λιακάδα
Πώς τα 'κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα;

                                                                                              ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ


ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

Παίρνεις ένα μπούγιο, ένα πλήθος, έναν όχλο, τον διακοσμείς ανάλογα και τον αμολάς στην κατηφόρα. Βαράς ταμπούρλα, κρόταλα, πίπιζες. Στήνεις και μια εξέδρα επισήμων και αρχίζει η παράσταση.
Τώρα τι έργο θα είναι αυτό; Και τι νόημα θα έχει; Γιατί έγινε; Και ποιος είναι ο αποδέκτης;
Έλα μου και ντε! Όλα αυτά δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη σημασία.
Τα πάντα κρίνονται από τα κοστούμια, τα αξεσουάρ και τον τελετάρχη.
Σκηνοθέτης δεν υπάρχει. Όλα στηρίζονται στον αυτοσχεδιασμό. Υψηλή τέχνη, free jazz.

Η παράσταση αρχίζει!
Θα έχει χάντρες και καθρεφτάκια για να εντυπωσιάσουμε τους ζουλού και τους ινδιάνους; Θα έχει σημαιούλες, φουνταφέσια και σπαθιά για να δώσουμε εθνικό χαρακτήρα; Θα έχει σερπαντίνες, χαρτοπόλεμο και κομφετί; Απάτσι και παπασούζες, Κινέζους, Πακιστανούς, μοϊκανούς και βαλκάνιους; Τον Παπανδρέου, τον Πάγκαλο,
τον Καρατζαφέρη, τη Διαμαντοπούλου; (αν είχαν τα φίδια ανθρώπινο πρόσωπο, δε θα έμοιαζαν σε δαύτη;)
Τι χρειάζονται όμως όλοι αυτοί; Δεν τους τρώμε καθημερινά στη μάπα; Δεν τους ανεχόμαστε χωρίς να αντιδρούμε; Όμως ούτε κι αυτό έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία. Αρκεί το μπούγιο, το πλήθος, ο όχλος να τραβάει την κατηφόρα! Αρκεί να υπάρχει η εξέδρα των επισήμων υπερυψωμένη και όλοι αυτοί οι τοποθετημένοι να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν από υπερηφάνεια για το επίτευγμά τους.
Και πιο είναι το επίτευγμα; Είναι το να βάζουν το πλήθος να τραβάει την κατηφόρα και όλοι αυτοί οι υπερυψωμένοι να ξεχωρίζουν.
Δεν αντέχω άλλο τόσο πολιτισμό. Δυσκολεύομαι να τον αφομοιώσω. Η αισθητική τους με σκοτώνει.
Άφησαν τον Αγγελόπουλο, βραβευμένο σκηνοθέτη με διεθνείς διακρίσεις, σαράντα πέντε λεπτά στην άσφαλτο να αδειάζει σαν πυροβολημένο ασκί. Τι θα κάνουν για σένα αφισοκολλητή σφουγκοκωλάριε; Απλά θα σε αφήσουν στην άσφαλτο να φυτρώσεις. Τα πάντα θα πρέπει να είναι δομημένα με αρχή, μέση και τέλος, με προβληματισμό, φαντασία και μήνυμα, διαφορετικά δεν υπάρχει λόγος να γίνεται τίποτα.«Η τέχνη δεν πρέπει να αντανακλά σαν τον καθρέφτη, μα σα φακός να μεγεθύνει.» Βλαδίμηρος Μαγιακόβσκι
Ξημέρωσε και η σύσκεψη με τους τροϊκανούς δεν είχε τελειώσει. Ο Βαγγέλης είχε καταναλώσει δυο δωδεκάδες σάμαλι ενώ οι άλλοι έπιναν σκέτο καφέ με παξιμαδάκι και κονιάκ.
Ο Κωλοτούμπας απήγγειλε Καβάφη και τραγουδούσε Beatles.
Ο Αντώνης ίσιωνε το μαλλί του και ο Γιώργος έκανε πρόβες σε διαλόγους από βωβό
κινηματογράφο. Ο αριθμός των άστεγων νεκρών στην πολιτισμένη Ευρώπη αυξάνει καθημερινά, η Αιγιάλεια σακατεύτηκε από την κακοκαιρία, με ευθύνη των ανεύθυνων αχυράνθρωπων της εξέδρας. Και έτσι η ζωή συνεχίζεται στους ίδιους σταθερούς και ηλίθιους ρυθμούς.