Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Η ΕΘΝΙΚΗ ΣΩΤΗΡΙΑ




Η ΕΘΝΙΚΗ ΣΩΤΗΡΙΑ


Τα ρούχα μου παλιώσανε και πέφτουν
σαν χρεοκοπημένες κυβερνήσεις...
Γέρασα μ' ένα παιδικό παντελονάκι
και το πλοίο δε φάνηκε ακόμη...
Σε σφίγγω πιο πολύ γιατί κρυώνω
το κορμί μου δρόμος, που εκτελούνται δημόσια έργα
κομπρεσέρ μ' ανοίγουν και με κλείνουν...
Τράβα λίγο τη κουρτίνα να με δεις
έγινα διάδρομος για στρατιωτικά αεροπλάνα
Και το μυαλό μου, αποθήκη, για ραδιενεργά κατάλοιπα...
Μέτρα ασφαλείας πήρανε, για την αναπνοή μου
και σε πολυεθνικό μονόδρομο,
το μέλλον μου δώσαν αντιπαροχή
                                                                     
                                                                                      ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ


ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Τα παπαγαλάκια είχαν χάσει το χρώμα τους, είχαν ξεθωριάσει τα φτερά τους. Βραχνιασμένα, ξεπουπουλιασμένα, άπλυτα, πεινασμένα, ιδρωμένα και αξύριστα
περίμεναν την αντίδραση της Εθνικής Σωτηρίας. Η Σωτηρία ήταν ένα παλιό τζουκ μποξ ανατολίτικης προελεύσεως, που λειτουργούσε με δραχμές και που κανείς δεν φρόντισε να εκσυγχρονίσει το μηχανισμό της. Έκανε παρέα στους χωριάτες, στο καφενείο του χωριού, που ήταν και ταβέρνα και χώρος συγκέντρωσης και συνέβαλλε στις χαρές και στις λύπες τους. Η διαφορά της Σωτηρίας από τα άλλα τζουκ μποξ ήταν ότι είχε καλλιτεχνική άποψη και ανάλογα με τις συναισθηματικές συνθήκες αντιδρούσε. Δηλαδή άλλο τραγούδι μπορεί να της ζητούσες και άλλο να έπαιζε. Όλα αυτά οφείλονταν βέβαια στην παλαιότητα του μηχανήματος, όμως οι κάτοικοι έλεγαν πως η Σωτηρία ήταν σοφή.
Ακριβώς πίσω της, κολλημένη στον τοίχο, ήταν η αφίσα της εθνικής ποδοσφαίρου
που κέρδισε το EURO στην Πορτογαλία. Η οπτική ταύτιση και ο συνδυασμός των εικόνων ενέπνευσε τους κατοίκους του χωριού να την ονομάσουν Εθνική Σωτηρία.
Το ταξίδι στις Κάνες ήταν κουραστικό. Δεν γύρισε ούτε καν με το βραβείο δεύτερου γυναικείου ρόλου. Οι προσπάθειές του πήγανε χαμένες. Δεν ανταμείφθηκε. Τι θα πει τώρα στους συχωριανούς του; Πώς θα δικαιολογηθεί; Πώς θα αντικρίσει το βλοσυρό βλέμμα της Διαμαντοπούλου; Τι θα πει στο Ραγκούση, στο Λοβέρδο, στο Μόσιαλο, στον Πεταλωτή;
Ο δρόμος ήταν λασπωμένος από τη βροχή. Έσπρωξε με δύναμη την πόρτα, είπε ένα βιαστικό καλησπέρα και κατευθύνθηκε προς τη Σωτηρία. Ήταν προετοιμασμένος, το είχε κάνει και πρόβα.
Θα χόρευε ένα βαρύ ζεϊμπέκικο τύπου Ρίτας Σακελλαρίου σαν αυτά που χόρευε ο πατέρας του.
Θα θύμιζε τον πατέρα του. Τα επιβλητικά πατήματα στη γη θα του έδιναν τη δύναμη να τους εξηγήσει. Διάλεξε τις «Στροφές» του Τερλέγκα. Οι στίχοι του τραγουδιού στροβίλιζαν μέσα στο μυαλό του από την ώρα της επιστροφής του από τις Κάνες, μέσα στο αεροπλάνο και έως ετούτη τη στιγμή …που άνοιξε τα χέρια για να απογειωθεί.

«Θέλω απόψε να χορέψω δυο στροφές χορό αντρίκιο.
Το άδικο που έχεις πώς ν’ αντέξω αφού εγώ, εγώ έχω το δίκιο.
Θέλω απόψε να χορέψω δυο στροφές χορό αντρίκιο.
Το άδικο που έχεις πώς ν’ αντέξω αφού εγώ, εγώ έχω το δίκιο.»

Όμως η Σωτηρία αυτοσχεδίασε και ανέτρεψε τους σκοπούς του κι από το μονοφωνικό ηχείο της ακούστηκε «Να ζήσω ή να πεθάνω σ’ ένα φλαμένκο επάνω μάτια μου.»
Η κίνηση της εξόδου είχε πια ολοκληρωθεί.