Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

ΙΝΔΙΑΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ



ΙΝΔΙΑΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ



                    
                            Πριν τρεις μυριάδες χρόνια,
                            οι  ινδιάνοι ήρθαν απ’ τον ωκεανό
                            καβάλα σε γιγάντιες χελώνες.
                            Βουνά τότε τα κύματα
                            μα οι χελώνες έπλεαν 
                            απάνω τους αργά….

Σα να ’ρχονται από Ομηρικό μύθο οι φυλές που ξεκίνησαν από τις μακρινές Ινδίες και την Κίνα. Μια μακρινή Οδύσσεια για να ανακαλύψουν τη νεαρή τότε ήπειρο Αμερική. Σαν άνθρωποι του Θεού και της φύσης, γεροί σαν αητοί και σαν γεράκια, κυνηγοί και πολεμιστές αλλά και λάτρεις της τέχνης στο χορό, την ποίηση, την ζωγραφική εκφράζοντας μ’ αυτό τον τρόπο την αγάπη τους στην ζωή και την ελευθερία. 
Τους ινδιάνους τους γνώρισα στα παιδικά μου χρόνια μέσα από τις περιπέτειες της θρυλικής τετράδας από τον « Μικρό σερίφη», τον «Μικρό καουμπόυ» και τον «Μικρό αρχηγό». 
Ο ένας από τα τέσσερα παιδιά ήταν ο «ΤΣΙΠΙΡΙΠΟ», γιος ινδιάνου αρχηγού που παρά το νεαρό της ηλικίας του ήταν σοβαρός, φιλότιμος, δυναμικός, πολλές φορές σοφός και αγωνιστής του δίκιου. Τον « ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΜΠΟΥΦΟ» φίλο και συμπολεμιστή του λοχαγού Μαρκ διοικητή του «Φρουρίου Οντάριο» στον αγώνα των Αμερικανών κατά των Άγγλων κατακτητών για ελευθερία και ανεξαρτησία.
Αυτές οι δυο φυσιογνωμίες με έκαναν να βλέπω τους ινδιάνους με συμπάθεια από τα παιδικά μου χρόνια. Με ενοχλούσε αργότερα που τους περιέγραφαν σαν τέρατα, σαν ζώα ενώ ήταν τα εξιλαστήρια θύματα ενός άδικου συστήματος που προσπάθησε να τους εξοντώσει να τους αφανίσει, να τους ταπεινώσει, στερώντας τους την ελευθερία.
Γεγονός που δεν ανέχονταν  γιατί ζούσαν σαν άγρια πουλιά.
Η «γκετοποίηση» και η στέρηση της ελευθερίας, η προσπάθεια αποκοπής τους από την παράδοση, τους οδήγησε  στον αλκοολισμό, τον τζόγο και την περιθωριοποίηση
Οι λαϊκοί ηρωές αντιμετωπίζονται σκληρά από το Αμερικανικό αυταρχικό καθεστώς, όπως στην περίπτωση του Λέοναρντ Πελτιέ που καταδικάστηκε το 1977 χωρίς αποδεικτικά στοιχεία σε δυο φορές ισόβια  για την δήθεν  δολοφονία δυο πρακτόρων του FBI.
Οι «Αυτόχθονες Αμερικανοί»που ανήκουν στην ευρύτερη κίτρινη φυλή, φέρονται να ξεκίνησαν από την κοιτίδα της, την Ασία και να ήρθαν πρώτοι στη γη του εποικισμού πολύ παλιά σε χρόνους σχεδόν ακαθόριστους. Διέσχισαν βόρεια και παράλληλα προς τη θάλασσα όλη την αρχαία ήπειρό τους, έφτασαν στο Βερίγγειο πορθμό, πέρασαν την Αλάσκα, προχώρησαν στην πρωτόφαντη γη και κάπου προς το σημερινό Μεξικό στάθηκαν, ρίζωσαν.
Θεμελίωσαν εκεί τους χαμένους πολιτισμούς των Ατζέκων και των Μάγιας.
Άλλοι πιο πέρα στο τωρινό Περού έζησαν και έφτιαξαν τον πολιτισμό των Ίνκας. 
Οι ιστορικές και ανθρωπολογικές εικασίες θέλουν να έχουν έρθει από την Ινδία διασχίζοντας τον Ειρηνικό ωκεανό με πρωτόγονα μέσα. Κι ότι από κει προέρχεται και η ρίζα του ονόματός τους. Ώσπου ήρθαν οι νέοι άποικοι για να  κατακτήσουν την νέα ήπειρο και άρχισε πια η βίβλος των δεινών. Φυλές Ευρωπαίων ισχυρών και οργανωμένων που πέτυχαν να τους εξοντώσουν ή να τους κλείσουν σε καταυλισμούς «γκέτο».
Μια ιστορία απάνθρωπης ντροπής για τους «πολιτισμένους» νέους αποίκους, που ο κόσμος ο πολύς την έχει μάθει ανάποδα. Σαν έπος ηρώων που νίκησαν ανθρωποφάγους αγρίους, γιατί με αυτό το μύθο έπρεπε να γαλουχηθούν τα εκατομμύρια των νέων Αμερικανών. Γιατί μ’ αυτό το μύθο θα έβγαιναν φανταχτερά αντίγραφα στη βιομηχανία του Χόλυγουντ που πέτυχε την «πλύση εγκεφάλου». Με το δικαίωμα που τους παρέχει πλέον η δημοκρατική ελευθερία του Αμερικανικού κράτους. Στη χώρα της ελευθερίας που φτάνει πολλές φορές να την στερεί, αναζητούν και βρίσκουν την φυλετική τους ταυτότητα.
Φωνάζουν την αλήθεια για όσα διαπράχτηκαν, για την γενοκτονία, τους διωγμούς και την ταπείνωση.
Συνάζουν μέσα από αφηγήσεις τα σκορπισμένα άγια τεκμήρια των φυλών τους
κι τα ξαναϋψώνουν  σαν να ’ναι με τούτα να σωθούν όχι μονάχα αυτοί, μα και άλλοι αλλόφυλοι, παραδαρμένοι μέσα στα κύματα της τεχνολογικά εξελιγμένης, όμως απάνθρωπης σύγχρονης μοίρας.




ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ

Ας φύγουμε από το παρόν και από το θάνατο
ας πάμε κάπου πιο κοντά στ’ αστέρια
να μαζέψουμε κλαράκια, κούτσουρα
να ανάψουμε μια μικρή φωτιά
μια πελώρια, θυμωμένη φωτιά
Ας μαζέψουμε ακατέργαστο δέρμα,
να το μουσκέψουμε, να το τεντώσουμε
να φτιάξουμε ένα σκληρό τύμπανο
Θα το γεμίσω νερό να πνίγει το θόρυβο.
Θα μαζέψουμε ξερά φύλλα, χορτάρια
να θρέψουμε τη φωτιά
θ’ αφήσουμε τον καπνό ν’ ανέβει όσο λάμπει ο ήλιος.
Δροσίστε τα στεγνά χείλια σας, λύστε τις γλώσσες σας
αφήστε το τραγούδι να αντιλαλήσει
από την έρημο, στην κοιλάδα, στην βουνοκορφή
όπου υπάρχει κονάκι.
Θυμηθείτε τον καπνό τα τραγούδια, τα τύμπανα
το ραβδί που κρατούσε ο παππούς
καθώς μιλούσε στο σκοτάδι για του γονιού του τη δύναμη
Μαζέψτε τις θύμισές σε ένα καλάθι σε ένα κιούπι
στο σακούλι του καλαμποκιού σας
Ο παππούς σας τραγουδάει για μας
πέρα από τα ξερά αραποσίτια που θροΐζουν.  


ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
Είμαι ένα φτερό στον καθάριο ουρανό
Είμαι το γαλάζιο άλογο που καλπάζει στην πεδιάδα
Είμαι το ψάρι που στραφταλίζει στο νερό
Είμαι η σκιά που ακολουθεί ένα παιδί
Είμαι το φως του δειλινού που θαμπώνει τα λιβάδια
Είμαι ένας αητός που ζυγίζεται στον άνεμο
Είμαι ένα κομπολόι με πολύχρωμες χάντρες
Είμαι το πιο μακρινό αστέρι
Είμαι η παγωνιά της χαραυγής
Είμαι το στέναγμα της βροχής
Είμαι η λάμψη πάνω στο χιόνι
Είμαι το μακρύ μονοπάτι της σελήνης
στην επιφάνεια της λίμνης
είμαι μια τετράχρωμη φλόγα
είμαι ένα ζαρκάδι που στέκει απόμακρο μέσα στο σύθαμπο
είμαι ένα χωράφι καλαμπόκι και γλυκοπατάτα
είμαι ένα κοπάδι αγριόχηνες στο σταχτή, παγερό ουρανό
είμαι ο κυνηγός του λυκόπουλου
είμαι το όνειρο όλων τούτων που υπάρχουν
Βλέπεις; Κι εγώ υπάρχω και ζω!...
Ταιριάζω με τη γη.
Ταιριάζω με τους Θεούς
Ταιριάζω με ότι είναι όμορφο
Ταιριάζω με την κόρη του «Άσπρου Αλόγου»
Βλέπεις; Κι εγώ υπάρχω και ζω……


ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
Ο στερνός σεμνός  άντρας
πέθανε σήμερα στη Σαρωνίδα
Κανένας δε θυμάται τι έκανε
ή πώς τα κατάφερε να είναι τόσο καλός
Πέθανε σήμερα στις τρεις και δέκα ακριβώς
μόλις που ακούστηκε η λήξη του ποδοσφαιρικού αγώνα
Οι βοσκοί παραπονέθηκαν πως φύσηξε χειμωνιάτικο αγέρι
κι ο χασάπης άφησε χάμω το αρνί του.
Κάποιες μητέρες είπαν πως έγραφε ποιήματα,
υπέροχα ποιήματα σε σπάνιο χαρτί,
μα γιατί τούτα μίλαγαν δε γνώριζαν.
Μα κι ούτε άλλος κανένας γνώριζε καλά
γιατί αυτός ο ποιητής ήτανε κάποιος ξένος
Ζουζούνια χτυπάνε πάνω στο τζάμι
ένα σκυλί αλυχτάει. 
Ο Αιγέας για τον εαυτό του σίγουρος οικτίρει
όσους συναχτήκαν  στο δωμάτιο του και θρηνούν
Κανένας δεν γνωρίζει αληθινά
πώς και γιατί πέθανε, αν είχε εχθρούς
ή φίλους, κι αν ήταν τόση η ανάγκη
να ριχτεί στο πέλαγο απ’ τα βράχια
Οι ψαράδες έριξαν τα δίχτυα τους
πέρα στα ανοιχτά, κατά την Πελοπόννησο
Στη Σαρωνίδα οι άνθρωποι είναι σίγουροι
πως η Ελλάδα νικήθηκε μονάχη της
κι όχι από τους Τούρκους!

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
Βαδίζω κατά την ανατολή. Η αυγή χαράζει τον ουρανό,
κι η παγωμένη καταχνιά γίνεται ουράνιο τόξο.
Μια ζέστη άγρια και παράξενη με κατέχει,
και ξεσκλίδια, κομμένα απ’ την καρδιά του ήλιου,
πέφτουν ανάμεσα στα δάχτυλά μου, ξεκουράζουν τα μάτια μου.
Το φως του ήλιου γλιστρά μεσ’ απ’ τα δέντρα
σαν κύκλος φωτεινός, σαν σταγόνα.
Τα ζουζούνια βυζαίνουν το χυμό απ’ τις μαργαρίτες,
στις πλαγιές του βουνού είδα την εικόνα σου
κι άφησα τον πόνο να γίνει χιονοστιβάδα.
Αυτός ο τόπος κρατάει τη θύμηση των βράχων.
Λευκά πέπλα, αναπνέουν αργά στη ριπή του αγέρα.
Πρόσχαρα τραγούδια ξεχύνονται από κάποιον αυλό.
Ο ουρανός άλλαξε, έχω γίνει ένας ξένος
που μισεί τα οκνά ρολόγια και τον αδειανό πόνο.
Στα νότια η κάψα σε μαστιγώνει.
Λέω την ιστορία του ήλιου που καίει,
τρυπώνει μέσα στα φύλλα και σκορπάει στον αέρα
 τη μυρωδιά του χαμόμηλου
Ένας καπνός υψώνεται από τις παιόνιες, υγρός μουχλιασμένος
κι απομεινάρια πασχαλιών σμίγουν στο γαλανό ουρανό.
Ω, τι χαρά να αισθάνομαι …….σαν γλάρος που βλέπει
τα κύματα να περνούν από το φως στο σκοτάδι
Στην πνοή του αγέρα τρίζει μια αυλόπορτα
που δεν της ταιριάζουν λείψανα, σε κάθε κατώφλι…….


ΜΟΥ ΛΕΝΕ ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ

Μου λένε μερικές φορές
πως πουλάω μεταχειρισμένα οράματα
πως δεν έχω γνωρίσει
τον πυρετό των μικρών ζουζουνιών
που κουρνιάζουν ήσυχα στην κολοκύθα τους
και πεταρίζουν ολόγυρα
από τ’ ασήμαντα όνειρά τους
κι αγνοώ το ψωμί και το μηλόκρασο.
Τα οράματά μου,
που κρατώ παραμάσχαλα είναι ατίμητα,
κι ας είναι σκέτα χαλίκια που οι κότες σκαλίζουν
ψάχνοντας τα δικαιώματά τους μέσα στο χώμα,
στο μεγαλείο της άμμου.
Τα οράματά μου δεν είναι για πούλημα!