Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ




 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

Κλείνουν οριστικά λόγω μείωσης της χρηματοδότησης από το υπουργείο Παιδείας 
οι 28 παιδικές βιβλιοθήκες που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας μας.
Εξυπηρετούν καθημερινά 2400 παιδιά και δανείζουν 700 βιβλία ημερησίως.
Οι βιβλιοθήκες αυτές βρίσκονται σε μικρά χωριά και απομονωμένες περιοχές
και επιτελούν σημαντικότατο έργο. Ίσως οι άνθρωποι που μεγάλωσαν σε τέτοιες παραμεθόριες περιοχές καταλαβαίνουν την αξία και την ανάγκη ύπαρξης μιας τέτοιας προσφοράς.
Τώρα ορισμένοι κήρυκες του πολιτισμού και της σύγχρονης παιδείας ονειρεύονται αναγνωστήρια δαπέδου σε στάση περισυλλογής και γιόγκα πάνω σε    μπορντοκεραμιδοκοραλοπορτοκαλοκόκκινα περσικά χαλιά.
Απρίλης, ο μήνας της Άνοιξης και των μεγάλων ποιητών. Είκοσι του Απρίλη του 1922 γεννήθηκε ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, που μελοποιήθηκε από μεγάλους συνθέτες και τραγουδήθηκε από τον απλό κόσμο. Ποιος δεν ξέρει τη «Δραπετσώνα», το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», το «Μοιρολόι» από την ταινία «Αστραπόγιαννος»;
Ο Επονίτης Χριστιανός το 1955 κατηγορείται για την ποιητική του συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» αθωώνεται πανηγυρικά από το πενταμελές εφετείο υπνωτίζοντας με το λόγο του ακροατήριο και δικαστές.
Άφησε πίσω του τεράστιο ποιητικό έργο, άξια παρακαταθήκη για τις γενιές που έρχονται.
Ο τρόπος γραφής του, το ήθος του και τα ιδανικά του για ελευθερία αποδεικνύουν πως θα είναι για πάντα επίκαιρος.  


                                              Ι
 Αλλά δε θα ξεχάσω ποτέ μια νύχτα σ’ εκείνη τη μεγάλη εξέγερση,
 οι τραυματιοφορείς μ’ ακούμπησαν για μια στιγμή κάτω
 και τότε κοίταξα τ’ άστρα, θεέ μου, πώς έλαμπαν,
 και ξαφνικά δε μ’ ένοιαζε που είχαμε νικηθεί,
 «όλο το άπειρο είναι δικό  μας», είπα μέσα μου
 κι έκανα όρκο να φέρω ως το τέλος το πεπρωμένο μου.

      

                                       II
Και να που φτάσαμε εδώ Χωρίς αποσκευές
Μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη
Βέβαια αγάπησε  τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα

Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται

Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα  για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία για να μένουν νεκροί για πάντα

Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα

Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,  μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο

Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη!

Δος μου το χέρι σου..
Δος μου το χέρι σου..

                                        
                                            ΙΙΙ
Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ’ τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
βγάλανε μια κραυγή σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν,
θαρρούν πως βλέπουν φώτα, κάπου μακριά.
Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού.



                                            IV

“Οι εραστές είναι ακριβά, ένδοξα κύπελλα, όπου ο ένας πίνει τον άλλον.
Το πρωί πηγαίνουν σε ολοπόρφυρους, βασιλικούς δρόμους
και το βράδυ πλαγιάζουν σε κρεβάτια κι από θρύλους πιο βαθιά.
Κι αν καμιά φορά τους δεις να παραπατάνε
ή να παίρνουν μονοπάτια άγνωστα και μυθικά – μην ξαφνιαστείς,
γιατί οι εραστές είναι τυφλοί, με τα ωχρά τους βλέφαρα κλειστά
ο ένας απ’ τη λάμψη του άλλου. Οι εραστές δε βλέπουν, μόνο αγγίζονται,
μα οι ρόγες των δακτύλων τους είναι τα ίδια τα πελώρια,
τα πάντα έκπληκτα, μάτια του Θεού.”


                     V
«Ναι, αγαπημένη μου
Εμείς γι’ αυτά τα λίγα κι απλά πράγματα πολεμάμε
για να μπορούμε να ’χουμε μια λάμπα, ένα σκαμνί,
ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί, ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ.
Για να ’χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν,
ένα τραγούδι που να μπορούμε να το τραγουδάμε…»



 
                           VI
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.

"Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε,
να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της ν' ακουμπήσω,
μια μικρή ανεμώνη."

Κύριε, μάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ
"μια μικρή ανεμώνη." έτσι ξέχασα να ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το 'χα μάθει από παιδί,
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο, αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τ' όνειρα στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν  στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ' τους αγγέλους.



                                  
                       
                               VII
Ε! τι καθόσαστε λοιπόν ποιητές
Βγείτε στους δρόμους, καβαλήστε στα λεωφορεία, ανεβείτε στις αμαξοστοιχίες
να δείτε καθώς θ' απαγγέλετε τα τραγούδια σας
ν' ανθίζει μες στην καρβουνόσκονη σαν εν' άσπρο τριαντάφυλλο
το γέλιο των μηχανοδηγών.
Πηγαίντε στη λαϊκή αγορά
ανάμεσα στις φωνές και τη μυρουδιά των λαχανικών.
Είναι εκεί μια αντρογυναίκα με ξυλοπάπουτσα
που αν χαμογελάσει με τους στίχους σας
σημαίνει πως κάτι φτιάξατε στη ζωή σας.
Γιατί αυτή η αντρογυναίκα με το πλατύ, βλογιοκομμένο πρόσωπο
έχει τρία παιδιά σκοτωμένα
και δεν το ’χει σκοπό να γελάσει με μυξάρικους στίχους.
Ανεβείτε με τα πριονοπέδιλα πάνω στους στύλους του τηλέγραφου
και τραγουδήστε και ξανατραγουδήστε
και κουνώντας σαν ένα τσαλακωμένο κασκέτο την καρδιά σας
χαιρετήστε το μέλλον.

                        
                    VIII
Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά.

Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει
ο πόνος, του κόσμου αδερφός.

Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα ’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.



                       IX
«Ό, τι κι αν κάνουν θα νικήσουμε – 
ο κόσμος μας ανήκει.
Το μέλλον είναι μες στην τσέπη μας 
σαν το κλειδί του σπιτιού μας».